ΕλΣυν.Τμ.1/497/2016
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει ότι η εκκαλούσα δεν εδικαιούτο να λάβει την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις αποζημίωση (ΔΙΒΕΕΤ), καθόσον κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα δεν παρείχε πραγματική υπηρεσία λόγω λήψης αναρρωτικής άδειας, σύμφωνα με την εφαρμοστέα 1064071/5180/0016/4.6.1996 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Ως εκ τούτου, ο καταλογισμός σε βάρος της παρίσταται νόμιμος, ο δε προβαλλόμενος λόγος έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας των εφαρμοστέων διατάξεων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος..
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν.Τμ.7/306/2018
ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΗΜΟΥ:Σύμφωνα με την προσβαλλομένη, ο καταλογισμός σε βάρος της οφείλεται στην ιδιότητά της ως υπολόγου που έχει υπογράψει τα ως άνω πέντε ΧΕ και στην ευθύνη της να μεριμνά για την έγκαιρη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία και να παρακολουθεί την απόδοση των φόρων και των κρατήσεων υπέρ τρίτων στους δικαιούχους. Σύμφωνα όμως με όσα εκτίθενται ανωτέρω στη σκέψη αυτήν, το έλλειμμα δημιουργήθηκε εξαιτίας της μη απόδοσης στους δικαιούχους των μετρητών που ο …λάμβανε παράνομα από το ταμείο του Δήμου καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 2007-δηλαδή, ακόμα και σε χρονικά διαστήματα κατά τα οποία η εκκαλούσα δεν είχε καν αναλάβει τα καθήκοντα της Προϊσταμένης του Τμήματος Εξόδων-ενώ δεν της αποδίδεται με την προσβαλλομένη ανάμιξη στην παράνομη παράδοση μετρητών στον .. ούτε αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου σχετική ευθύνη της, συνεπώς η υπογραφή και μόνο από αυτήν των εν λόγω ΧΕ δε συνδέεται αιτιωδώς με τη δημιουργία του ελλείμματος. (..)Με τα δεδομένα αυτά, ο καταλογισμός σε βάρος της δεν είναι νόμιμος, διότι ούτε από την προσβαλλομένη ούτε από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου αποδεικνύεται η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της διαχειριστικής δράσης της και της δημιουργίας του ελλείμματος, όπως βάσιμα προβάλλεται με τον σχετικό λόγο έφεσης, ενώ η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων λόγων έφεσης παρέλκει ως αλυσιτελής.
ΕΣ/ΤΜ.1/3680/2009
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Με την υπό κρίση έφεση ζητείται η ακύρωση της 8485/ΕΦΑ/2125/18.5.2007 καταλογιστικής πράξης του Γενικού Γραμματέα `Ερευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της εκκαλούσας το ποσό των 1.409.326,05 ευρώ, το οποίο προέρχεται από τη χρηματοδότηση του υποέργου: «ανάπτυξη και λειτουργία θερμοκοιτίδας από την εταιρία ……..», που έχει ενταχθεί στο έργο: «Υποστήριξη επιστημονικών και τεχνολογικών πάρκων και θερμοκοιτίδων επιχειρήσεων – ΕΛΕΥΘΩ », που εντάσσεται στον άξονα προτεραιότητας 4 του Ε.Π. Ανταγωνιστικότητα «τεχνολογική καινοτομία και έρευνα» στο μέτρο 4.2.1. και χρηματοδοτείται κατά 70% από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (Ε.Τ.Π.Α.), και κατά 30% από εθνικούς πόρους.(.....)Εξάλλου, το γεγονός ότι το Ελληνικό Δημόσιο επέλεξε την εκκαλούσα ως φορέα εκμετάλλευσης και της ανέθεσε την επιλογή των επιχειρηματιών, στους οποίους αυτή θα παρείχε υπηρεσίες υποστήριξης για την ανάπτυξη τεχνολογικών καινοτομιών, δεν συνεπάγεται, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εκκαλούσα, ότι το Ελληνικό Δημόσιο απεκδύθηκε της αρμοδιότητας να ελέγχει αν η επιλογή αυτή έγινε σύμφωνα με τους οικείους κανόνες. Ούτε το γεγονός ότι στην αίτηση της …….., προκειμένου να ενταχθεί στο πρόγραμμα ΕΛΕΥΘΩ, γίνεται μνεία των νομικών προσώπων, που έχουν εκδηλώσει πρόθεση για εγκατάσταση έχει ως συνέπεια να καθίστανται οι δαπάνες που αφορούν τα νομικά αυτά πρόσωπα επιλέξιμες, όπως εσφαλμένα υποστηρίζει η εκκαλούσα. Τέλος, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η Διοίκηση με την επιβολή ενός εξαιρετικά επαχθούς μέτρου σε βάρος της (του επίδικου καταλογισμού), παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης παρίσταται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, αφενός μεν ο επίδικος καταλογισμός δεν συναρτάται με αιφνίδια μεταβολή μιας μακροχρόνιας πρακτικής της Διοίκησης ή εν γένει με τη συμπεριφορά της Διοίκησης, αλλά έχει ως νόμιμη αιτία την παραβίαση εκ μέρους της ίδιας της εκκαλούσας δικών της νόμιμων υποχρεώσεων, αφετέρου δε το καταλογίσαν αρμόδιο όργανο, αφού διαπίστωσε ότι κατά την εκτέλεση του έργου σημειώθηκαν υπερβάσεις αλλά και ενέργειες που συστηματικά ήταν ασύμβατες με το σκοπό της δράσης ΕΛΕΥΘΩ, ανακάλεσε την πιο πάνω απόφαση χρηματοδότησης και στη συνέχεια καταλόγισε εις βάρος της τα ποσά που εισέπραξε αχρεωστήτως. Απορρίπτει την έφεση.
ΣΤΕ/2760/1999
Αστική ευθύνη δημοσίου-καταβολή αποζημίωσης από σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου:..Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, υπάλληλος του Δημοσίου, συνδεδεμένος κατά το παρελθόν με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και υπαχθείς στις διατάξεις του Ν. 993/1979 όπως κωδικοποιήθηκαν με το Π.Δ. 410/1988, ο οποίος, εν συνεχεία, διορίσθηκε σε θέση μονίμου δημοσίου υπαλλήλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 Ν. 1476/1984 και διατήρησε τόσο το δικαίωμα συταξιοδοτήσεώς του από το Ι.Κ.Α., κάνοντας χρήση της ευχέρειας που του παρείχε σχετικώς το άρθρο 1 Ν. 1583/1985, όσο και το αντίστοιχο καθεστώς επικουρικής ασφαλίσεως και πρόνοιας, διατηρούμενο υποχρεωτικώς κατά το άρθρο 3 του νόμου αυτού, διατηρεί, εφ' όσον συντρέχει περίπτωση, το δικαίωμα απολήψεως της κατ' άρθρο 49 παρ. 4 Ν. 993/1979 εφ' άπαξ αποζημιώσεως, η οποία συνιστά παροχή προνοιακού χαρακτήρα.
Επειδή ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εστερούντο δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφ' όσον η αναιρεσίβλητη, στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ζήτησε με την ανωτέρω αγωγή της που στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρ. 105 Εισ. Ν.Α.Κ. την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την παράλειψη των οργάνων του να της χορηγήσουν την επίμαχη αποζημίωση.Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προπαρατεθεισών διατάξεων είναι, εν όψει της εννοίας που δόθηκε σ' αυτές στην τρίτη σκέψη της αποφάσεως, απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/620/2021
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Οι εργασίες αυτές δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από την σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στην αναθέτουσα αρχή είναι δε αναγκαίες για την ολοκλήρωση του συμβατικού αντικειμένου της, αφού έχουν ολοκληρωθεί όλες οι εργασίες που περιγράφονται και έχουν υποβληθεί οι αντίστοιχες οριστικές επιμετρήσεις. Ως εκ τούτου, συμπεριελήφθησαν στην 1η συμπληρωματική σύμβαση με την έγκριση του 4ου Α.Π.Ε. του έργου. Εξάλλου, η ανάγκη έγκαιρης ολοκλήρωσης του έργου υπαγορευόταν από την εκφρασμένη βούληση υλοποίησης (μέσω υπογραφής διακρατικής συμφωνίας) του Διασυνοριακού Κάθετου Άξονα «Κομοτηνή - Νυμφαία - Ελληνοβουλγαρικά σύνορα», που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Διακρατικού Άξονα «Κομοτηνή - Ελληνοβουλγαρικά Σύνορα - Κάρτζαλ», για την απόδοση σε κυκλοφορία του οποίου απαιτούνταν μόνο η ολοκλήρωση των εργασιών στο ελληνικό έδαφος. Με βάση τις ανωτέρω νομικές και πραγματικές αυτές παραδοχές η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη είναι μη νόμιμη λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής διάταξης νόμου, άλλως λόγω πλάνης περί τα πράγματα.(...)Εξάλλου, δεν μπορεί να εξετασθεί παρεμπιπτόντως, το πρώτον από το παρόν Δικαστήριο ο ισχυρισμός ότι για τις πρόσθετες αυτές εργασίες συνέτρεχαν αυτοτελώς οι προϋποθέσεις για τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, αφού τέτοια σύμβαση ποτέ δεν καταρτίσθηκε ούτε τηρήθηκε η σχετική διοικητική διαδικασία σύναψής της ούτε αρκεί προς τούτο η πρόβλεψη των επίμαχων εργασιών σε Α.Π.Ε. ούτε η εκτέλεσή τους καθίσταται νόμιμη από την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης του διεθνούς αυτοκινητόδρομου. Οι ισχυρισμοί, συνεπώς, περί συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων που επέβαλαν την εκτέλεση των εργασιών αυτών δεν πλήττουν την αποδιδόμενη σε βάρος της εκκαλούσας παρατυπία και προβάλλονται αλυσιτελώς στο πλαίσιο της επίδικης διαφοράς.Απορρίπτει την έφεση.
ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜ/172/2019
Έλλειμμα στη διαχείριση Δήμου από δικηγορική αμοιβή:..επιδιώκεται η αναίρεση της 3940/2014 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι : Α) Ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής των διατάξεων του ν.δ/τος 3026/1954 και του π.δ/τος 410/1995, υπό την ειδικότερη αιτίαση ότι το δικάσαν Τμήμα, μη νομίμως δέχθηκε ότι η δικηγορική αμοιβή της αιτούσας μειώθηκε συννόμως με την …/2000 απόφαση του Εφετείου …, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, το Τμήμα, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων, έκρινε ότι η αμοιβή της αναιρεσείουσας έπρεπε να καθοριστεί στο ύψος που ορίστηκε δεσμευτικά από το αρμόδιο δικαστήριο (Εφετείο …) κατά την εκδίκαση της ενώπιόν του υποβληθείσας διαφοράς. Περαιτέρω, σύμφωνα και όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 5 της παρούσας, αν και η αιτούσα εξαντλείται μόνο σε απλή επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και του, κυρωθέντος μαζί με την ανωτέρω σύμβαση, άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, χωρίς καμία σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών που αντιστοιχούν προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της επικαλούμενης παραβίασης των εκ των διατάξεων αυτών προστατευόμενων δικαιωμάτων της, ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλομένη, ότι η καταβολή μίας μόνο αμοιβής και ειδικότερα αυτής που προσδιορίστηκε με την εφετειακή απόφαση, τόσο για τη διαδικασία του προσωρινού όσο και για τη διαδικασία του οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, καθόσον οι δύο αυτές διαδικασίες αφορούν τη διερεύνηση μίας και της αυτής διαφοράς, δεν αντίκειται στις ως άνω διατάξεις, διότι, σε κάθε περίπτωση, με βάση το ισχύον δίκαιο, δεν παραβιάζεται το δικαίωμά της σε έγκαιρη, ουσιαστική, αδιάβλητη και υπό διαδικαστικές εγγυήσεις δίκη, ενώ πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος αποζημίωσης, δεν υπήρχε νόμιμη προσδοκία να ικανοποιηθεί δικαστικά το επικαλούμενο δικαίωμά της για καταβολή σ’ αυτήν, για τις ίδιες παρεχόμενες υπηρεσίες διπλής αμοιβής, απορριπτομένων, ως αβασίμων, των σχετικών ισχυρισμών της. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό και στη σκέψη 5 της παρούσας, η αμοιβή που καθόρισε το Εφετείο … με την …/2000 απόφασή του ήταν και η μόνη δεσμευτική για τον εντολέα Δήμο, ελλείψει ειδικότερης προηγούμενης συμφωνίας των μερών. Β) Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 6 και 7 της παρούσας, ορθώς το Τμήμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 καθώς και του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν., δοθέντος ότι, αφενός μεν η πληρωμή από δήμο αμοιβής δικηγόρου καθ’ υπέρβαση είτε των νομίμων ορίων του Κώδικα περί Δικηγόρων είτε της καθορισθείσας, από το αρμόδιο δικαστήριο, αμοιβής, ελλείψει μάλιστα προηγούμενης ειδικής συμφωνίας, δεν προβλέπεται, ως είδος δαπάνης, που δύναται να νομιμοποιηθεί σύμφωνα τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, αφετέρου δε οι διατάξεις του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν. είναι, λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους, στενώς ερμηνευτέες. Εξάλλου, η περιοριστική ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της τελευταία ρύθμιση, χωρίς τη συμπερίληψη και των αχρεωστήτως λαβόντων, δεν έρχεται σε αντίθεση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα, με την αρχή της ισότητας. Τούτο διότι, η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη και επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες, αποκλείοντας τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων, που τελούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή, αντίθετα, την διαφορετική μεταχείριση των ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 2654, 1984/2013 κ.ά.). Εν προκειμένω, με τις διατάξεις του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν. ρυθμίζονται ζητήματα της δημοσιονομικής ευθύνης των προσώπων (αιρετών οργάνων ή υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισής τους) που διενεργούν τη χρηματική διαχείριση των δήμων και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του υπολόγου αυτής και την εντεύθεν ανωτέρω ειδική ευθύνη προς αναπλήρωση του διαπιστωθέντος στη διαχείρισή τους ελλείμματος, τα πρόσωπα δε αυτά δεν βρίσκονται σε ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες αλλά αποτελούν διαφορετική κατηγορία από τα πρόσωπα, όπως η αναιρεσείουσα, στα οποία διενεργήθηκε από τους υπολόγους αχρεώστητη πληρωμή και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του αχρεωστήτως λαβόντος και την εντεύθεν ευθύνη επιστροφής των χρημάτων που έλαβαν αχρεωστήτως. Επομένως, δεν προκύπτει παραβίαση της αρχής της ισότητας, με τη μορφή της δυσμενούς διάκρισης, διότι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας προϋποθέτει, όπως προεκτέθηκε, όμοιες συνθήκες, η προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω και, συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται ο σχετικός ισχυρισμός. Γ) Ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι αδυνατεί να επιστρέψει το καταλογισθέν σε βάρος της ποσό πρέπει να απορριφθεί, πρωτίστως, ως απαράδεκτος, καθόσον προτείνεται με το υπόμνημα, το πρώτον, κατ’ αναίρεση, είναι δε σε κάθε περίπτωση αλυσιτελής καθόσον, αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αιτούσα ισχυρίζεται ότι ο επίδικος καταλογισμός αντίκειται στην αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, ως εκ της ιδιότητάς της, ως δικηγόρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστη κατά την είσπραξη του ένδικου ποσού, προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει σωρευτικά με την οικονομική αδυναμία, προκειμένου το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε παραδοχή του σχετικού λόγου (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 746, 747/2017 κ.ά.). Κατ’ ακολουθίαν αυτών, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες που προβάλλονται με την ένδικη αίτηση, ορθώς δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διέπουσες την έννομη σχέση διατάξεις. Συνεπώς, η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταπέσει το κατατεθέν παράβολο υπέρ του Δημοσίου