Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν.Ολομ/486/2016

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3408/2005

Συντάξεις στρατιωτικών:Συμπερασματικά ο ν. 3408/2005 ρύθμισε τα ίδια ζητήματα για το μέλλον και δεν επηρέασε συνταξιοδοτικές αξιώσεις για το παρελθόν οι οποίες μπορούσαν να διεκδικηθούν από τους συνταξιούχους μόνον μέσω της ανωτέρω περιγραφόμενης διαδικασίας. Πλην όμως οι δύο τελευταίες απόψεις δεν εκράτησαν.Κατ’ ακολουθία αυτών που προηγουμένως κρίθηκαν παραπέμπεται η υπόθεση για εκδίκαση στο ΙΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 108Α του π.δ. 1225/1981.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1975/2021

ΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ:(....)Εξετάζει τα παραπεμφθέντα από το Τμήμα ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου προδικαστικά ερωτήματα. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, η Ολομέλεια αποφαίνεται ότι, σύμφωνα με όσα έγινα δεκτά στις σκέψεις 36 έως 48, το θέμα της συμβατότητας των διατάξεων της παραγράφου 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 και του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' του ν. 4051/2012 με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ έχει ήδη απαντηθεί με τα πρακτικά της 10ης Γενικής Συνεδριάσεως της 3.6.2015 και της 5ης Γενικής Συνεδριάσεως της 29.3.2017 της διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντίστοιχα, με τα οποία κρίθηκε ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν εγείρουν θέματα συμβατότητας με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Επί του δευτέρου ερωτήματος, η Ολομέλεια αποφαίνεται, ότι ως βάση υπολογισμού των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων κατά την 31.12.2014 νοούνται οι συντάξεις στο ύψος που ανέρχονταν κατά την ως άνω ημερομηνία, ανεξάρτητα από τη συνταγματικότητα των περικοπών που είχαν υποστεί οι συντάξεις, υπό την ισχύ δε του ν. 4387/2016, το ύψος των συντάξεων, με τον συνυπολογισμό των εν λόγω περικοπών, είναι συμβατό με υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, ανταποκρινόμενο και στις απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας. Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, η Ολομέλεια αποφαίνεται ότι (α) οι αξιώσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου από την περικοπή που υπέστησαν οι πληρωτέες σε αυτούς συντάξεις, κατ’ εφαρμογή της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, υπόκεινται στη διετή παραγραφή της παραγράφου 5 του άρθρου 140 του ν. 4270/2020, (β) οι αξιώσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου από την ίδια αιτία που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 12.5.2016 αποσβένονται με την αναγνώριση, με το άρθρο 33 του ν. 4734/2020, της υποχρεώσεως επιστροφής σε αυτούς των αντίστοιχων ποσών, ακόμη και αν αξιώσεις αυτές εκκρεμούσαν σε δίκη, κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, και (γ) ωσαύτως, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 33 του ν. 4734/2020, συναποσβένονται και οι αξιώσεις για τους αναλογούντες επί του επιστρεπτέου ποσού, έως την καταβολή του στους συνταξιούχους του Δημοσίου, τόκους επιδικίας. Αναπέμπει, κατά τα λοιπά, την αγωγή στο Τέταρτο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΕλΣυν/Τμ.1/226/2011

Κατάργηση επιδότηση αγοράς κατοικίας.Με την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 4002/2011, θεσπίζεται πάγια καταργητική της επιδότησης ρύθμιση, που καταλαμβάνει όλους τους υπαλλήλους ανεξαρτήτως του χρόνου υπηρεσιακής τους σύνδεσης με την προβληματική περιοχή, για το μετά την έναρξη ισχύος της διάστημα, χωρίς όμως να θίγονται ήδη γεγενημένες αξιώσεις υπαλλήλων που κατά τον χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού είχαν ήδη συμπληρώσει τις προϋποθέσεις απόληψης της παροχής κατά τα ως άνω, δηλαδή, εκείνων οι οποίοι έχουν υποβάλει αιτήσεις στη Διοίκηση υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ν.3320/2005 και πληρούν τις κατά νόμο ουσιαστικές προϋποθέσεις γένεσης της αξίωσής τους. Και τούτο, διότι με την διάταξη αυτή δεν επιχειρήθηκε η αναδρομική κατάργηση της επιδότησης, δηλαδή η ανατροπή δικαιωμάτων που απέκτησαν, με βάση τις καταργούμενες ρυθμίσεις, οι υπάλληλοι που υπηρετούν σε προβληματικές περιοχές, αλλά η για το μέλλον ολοσχερής κατάργηση της εν λόγω επιδότησης ακόμη και για τους υπαλλήλους εκείνους που είχαν τοποθετηθεί στην προβληματική περιοχή υπό το προηγούμενο ευνοϊκό καθεστώς των ν. 1943/1991, 2085/1992 και 3320/2005. Η ρύθμιση δε αυτή για την εφεξής κατάργηση της επιδότησης υπαγορεύτηκε από προφανείς δημοσιονομικούς λόγους (βλ. την συστηματική ένταξη της ρύθμισης σε άρθρο τιτλοφορούμενο «Δημοσιονομικές διατάξεις») αλλά και ενόψει των επικείμενων διαρθρωτικών μεταβολών στην στελέχωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών (βλ. και τον ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο - βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015», ΦΕΚ Α΄ 226). Εφόσον όμως, ο νόμος αυτός δεν περιέχει οποιαδήποτε διάταξη, πάγια ή μεταβατική, που να αναφέρεται στους υπαλλήλους οι οποίοι είχαν ήδη αποκτήσει περιουσιακό δικαίωμα επί της εν λόγω επιδότησης ούτε προκύπτει από το περιεχόμενό του ότι για λόγους δημόσιου συμφέροντος αποσκοπεί στην ανατροπή των ήδη κεκτημένων περιουσιακών δικαιωμάτων, που απονεμήθηκαν στους υπαλλήλους, επίσης για λόγους δημόσιου συμφέροντος, ως κίνητρο για την προσέλκυση και παραμονή τους στις ως άνω περιοχές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 4002/2011 ερμηνευόμενες σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, εξακολουθεί να καταβάλλεται η επιδότηση του άρθρου 10 του ν. 3320/2005 στους υπαλλήλους εκείνους οι οποίοι είχαν ήδη, πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4002/2011, θεμελιώσει δικαίωμα στην προβλεπόμενη από τις εν λόγω ευνοϊκές διατάξεις επιδότηση (πρβλ. ΣτΕ 2362, 722, 706, 689/2010, 405, 398/2009, 2784/2008, 1219/2007 και ΣτΕ 1702/2005).


ΕΣ/ΜΕΙΖΟΝΑ ΟΛΟΜ/1145/2023

ΜΕΙΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ: Συνακόλουθα, για λόγους ισότητας των διαδίκων και ίσου μέτρου κρίσης όμοιων ή παρεμφερών υποθέσεων, το Δικαστήριο οφείλει να συμπεριλάβει στην κρίση του όλα τα ανωτέρω και να μην μεταβάλει τη νομολογία του θέτοντας νέα κριτήρια. Ενόψει αυτών και τα ισχύοντα κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι., που επήλθαν με τον νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το αμιγώς αριθμητικό κριτήριο και χωρίς να προκύπτει, από συγκεκριμένα στοιχεία, ότι ελήφθη υπόψη η εκ του άρθρου 16 παρ. 6 εδ. β΄ αναγνώριση του δημοσίου λειτουργήματος που αυτά επιτελούν, και, ακολούθως, οι με βάση αυτές μειώσεις των συντάξεων του προσωπικού αυτού, συνυπολογιζόμενες με τις υπόλοιπες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επιβλήθηκαν διαδοχικά στις αποδοχές του εν λόγω προσωπικού, καθώς και τα βάρη που έχουν επιβληθεί στους συνταξιούχους του Δημοσίου (περικοπές συντάξεων, πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας) και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και παραβιάζουν την κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, υποχρέωση των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεδομένης, εξάλλου, και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι επίμαχες μειώσεις στις αποδοχές των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι. (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 479/2018, ΣτΕ 1198/2017). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της περίπτωσης 18 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι., κατ’ επέκταση δε και οι συντάξιμες αποδοχές των συνταξιούχων πρώην μελών του, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 16 παρ. 6 εδ. β΄ και 25 παρ. 1δ και 4 και καθίστανται, ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. H γνώμη, όμως, αυτή δεν κράτησε.(..) Με το άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ [«Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της περιουσίας του. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί την περιουσία του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους όρους που προβλέπουν ο νόμος και οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου»], που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας κάθε προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, τηρουμένων των συνταγματικών αρχών της ισότητας συμμετοχής στα δημόσια βάρη (άρθρ. 4 παρ. 5) και της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1). Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, ήτοι και απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν, σε περίπτωση αρνήσεως, να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, επίσης, ότι η διατήρηση στο διηνεκές των απονεμηθεισών ήδη συντάξεων στο ίδιο ύψος δεν αποτελεί μεν δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια της προστατευόμενης από τις ως άνω διατάξεις περιουσίας, ώστε η μειωτική μεταβολή αυτών για το μέλλον να στοιχειοθετεί παραβίαση αυτών (διατάξεων) πλην, η αναγνωρισμένη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του συνταξιούχου για καταβολή της νομίμως κανονισθείσας συντάξεώς του, που έχει γεννηθεί και, δυναμένη να επιδιωχθεί δικαστικά, αποτελεί στοιχείο της περιουσίας αυτού, δεν επιτρέπεται να καταργηθεί ή αποσβεστεί ή περιοριστεί με αναδρομική ουσιαστική νομοθετική ρύθμιση, παρά μόνο στην περίπτωση που συντρέχουν πράγματι λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν την κατάργηση ή τον περιορισμό της, τηρουμένης πάντοτε μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των επιταγών της προάσπισης του περιουσιακού δικαιώματος (ΕλΣυν Ολ. 1854/2019, 1506/2016, 4327/2014, 1517/2011, 2028/2004 κ.ά.). (..) Κατ’ ακολουθίαν των ως άνω παραδοχών, οι διατάξεις της περιπτώσεως 18 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ΄ του άρθρου πρώτου του                ν. 4093/2012, σύμφωνα με τις οποίες η μειωτική αναπροσαρμογή των συντάξεων των συνταξιούχων μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των ΑΕΙ ανατρέχει στην 1η.8.2012, σε χρόνο, δηλαδή, πριν από τη δημοσίευση του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12.11.2012), ειδικώς ως προς την αναδρομική τους ισχύ πάσχουν εκ του ότι αντίκεινται στο άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι, ενώ πρόκειται για στέρηση γεγενημένου περιουσιακής φύσης δικαιώματος, ήτοι συνταξιοδοτικής παροχής συγκεκριμένου ποσού το οποίο έχει νομίμως καταβληθεί, δεν προκύπτει ότι το αναδρομικό της μείωσης υπαγορεύθηκε από ειδικούς και επιτακτικούς λόγους δημόσιας ωφέλειας ούτε τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα και προσφορότητα της αναδρομικότητας για την επίτευξη του συνολικώς επιδιωκόμενου με τον ν. 4093/2012 σκοπού δημοσίου συμφέροντος (ΕλΣυν Ολ. 4327/2014, 7412/2015, 1506/2016, 1854/2019, 738/2020, 2070/2020). Καθ’ ο μέρος, επομένως, η ισχύς τους ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι επίμαχες διατάξεις, οι οποίες είχαν ως συνέπεια να εκδοθεί σε βάρος τής εκκαλούσης η προαναφερθείσα από 4.2.2013 απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία υποχρεούται στην επιστροφή, σε έξι μηνιαίες δόσεις, του ποσού των 381,65 ευρώ από τις ήδη καταβληθείσες σε αυτήν συντάξεις, παρίστανται ανίσχυρες.