ΕλΣυν.Κλ.4/77/2016
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ-ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΦΟΡΟΥ:Με τα δεδομένα αυτά και όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ο προβαλλόμενος λόγος διαφωνίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο διότι, αφενός η φερόμενη ως δικαιούχος εταιρεία έχει την καταστατική της έδρα στην Κύπρο και συνεπώς δεν είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, αφετέρου δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι αποκτά εισόδημα στην ημεδαπή μέσω μόνιμης εγκατάστασης και συνεπώς δεν υπόκειται στον ελληνικό φόρο εισοδήματος και συνακόλουθα στην παρακράτηση φόρου 4% σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64 παρ. 2 του ν. 4172/2013..(..)το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών εκτύπωσης των συγγραμμάτων πραγματοποιείται στην έδρα της εταιρείας στην Κύπρο, μόνη η μη προσκόμιση εγγράφων εκτελωνισμού των συγγραμμάτων από την Κύπρο στην Ελλάδα δεν αρκεί για να αποδείξει ότι η φορολογική κατοικία της φερόμενης ως δικαιούχου εταιρείας βρίσκεται στην Ελλάδα υπό την έννοια ότι ο τόπος άσκησης πραγματικής διοίκησης είναι στην ημεδαπή, ούτε επιπρόσθετα αρκεί για να αποδείξει ότι η φερόμενη ως δικαιούχος αποκτά εισόδημα στην ημεδαπή μέσω μόνιμης εγκατάστασης,..
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΠΟΛ.1200/2016
Φορολογική μεταχείριση ζημιών που προκύπτουν στην αλλοδαπή με βάση τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 27 του ν.4172/2013, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του άρθρου 124 του ν. 4446/2016 (Α’ 240).(ΑΔΑ:Ω4ΣΤΗ-Χ12)
Ε.2100/2021: Κατόπιν των ανωτέρω, η ΠΟΛ.1200/2016 παύει να ισχύει από την έκδοση της παρούσας και μετά, κατά το μέρος που αυτή αφορά στη φορολογική μεταχείριση ζημιών που προκύπτουν στην αλλοδαπή από την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας μέσω μόνιμης εγκατάστασης σε χώρα ΕΕ/ΕΟΧ
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/23/2016
Καταβολή αναδρομικών αποδοχών:....Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, το Κλιμάκιο κρίνει, για λόγους αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους, για τους οποίους έχουν διατυπωθεί απόψεις του Δήμου …, με το 55144/29.6.2015 έγγραφο της αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, ότι η εντελλόμενη με το ..., οικονομικού έτους 2015, χρηματικό ένταλμα δαπάνη που αφορά στην καταβολή αναδρομικών αποδοχών, λόγω μετάταξης πρώην δημοτικής αστυνομικού σε ανώτερη κατηγορία, παρίσταται μη νόμιμη, διότι η φερόμενη ως δικαιούχος του ανωτέρω χρηματικού εντάλματος υπάλληλος εμπίπτει μεν κατά τις ρητές διατάξεις του άρθρου 90 παράγραφος 2Δ του ν. 4172/2013 στην εξαιρετικώς αντιμετωπιζόμενη από το νομοθέτη κατηγορία υπαλλήλων, οι οποίοι έχουν οριστεί δικαστικοί συμπαραστάτες δυνάμει δικαστικής απόφασης και συνοικούν με τον συμπαραστατούμενο, ο οποίος έχει ετήσια εισοδήματα χαμηλότερα των 12.000,00 ευρώ, πλην, όμως, κατά παράβαση της εν προκειμένω εφαρμοστέας (και από τον Δήμο … εφαρμοσθείσας) διάταξης του άρθρου 81 του ν. 4172/2013 μετετάγη σε ανώτερη κατηγορία της υπαλληλικής ιεραρχίας από αυτήν που κατείχε στις 23.9.2013, μη εφαρμοζομένων, κατά τα προεκτεθέντα, των επικληθεισών από τη διαφωνούσα Επίτροπο διατάξεων του ν. 3584/2007. Επιπλέον, η εντελλόμενη δαπάνη παρίσταται και μη κανονική το μεν διότι η αιτιολογία του ελεγχόμενου εντάλματος «αναδρομικά προηγούμενων ετών» τυγχάνει, ως μη ορίζουσα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα των αναδρομικών αλλά και το αιτιολογικό έρεισμα της καταβολής αυτών, αόριστη, το δε διότι η συνοδεύουσα το ελεγχόμενο ένταλμα μισθοδοτική κατάσταση επίσης δεν συγκεκριμενοποιεί το χρονικό διάστημα για το οποίο οφείλονται αναδρομικά (μάλιστα το επεκτείνει χωρίς αιτιολογία πριν την 23η.9.2013 -ημερομηνία στην οποία ανέτρεξε η μετάταξη της υπαλλήλου- και μετά την 11η.3.2015 -ημερομηνία δημοσίευσης στο Φ.Ε.Κ. Γˊ/198 της ανωτέρω 7470/2014 απόφασης του Δημάρχου ..-) κατά τρόπο ώστε να μην προκύπτει με σαφήνεια το δικαίωμα της ως άνω υπαλλήλου προς απόληψη των ανωτέρω αναδρομικών διαφορών μισθοδοσίας. Εξάλλου, οι επικληθείσες από τον Δήμο … αντίθετες οδηγίες της Διοίκησης περί δυνατότητας μετάταξης σε ανώτερη κατηγορία δεν δύνανται να δικαιολογήσουν συγγνωστή πλάνη των αρμοδίων δημοτικών οργάνων, δοθέντος ότι η μη δυνατότητα διενέργειας της κρίσιμης μετάταξης προκύπτει από την αρκούντως σαφή και εν προκειμένω εφαρμοσθείσα διάταξη του άρθρου 81 του ν. 4172/2013. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, η εντελλόμενη, με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη παρίσταται μη νόμιμη και μη κανονική και, συνεπώς, το χρηματικό αυτό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΠΟΛ 1099/2018
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση της αριθμ. 13/2018 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σχετικά με τo εάν η ειδική εισφορά αλληλεγγύης εμπίπτει στην κατηγορία των «όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων», που περιλαμβάνονται στις ισχύουσες Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας.
ΒΛΕΠΕ ΝΣΚ/13/2018.Αν η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α ΚΦΕ υπάγεται στην έννοια των «όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων», που περιλαμβάνονται στις Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (ΣΑΔΦ) που έχει συνάψει η Ελλάδα. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του ΚΦΕ (ν. 4172/2013), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 9 του ν. 4387/2016, δεν εμπίπτει στην κατηγορία των «όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων», που περιλαμβάνονται στις ισχύουσες Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, που έχει συνάψει η χώρα μας και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους.
ΣΤΕ/2465/2018 Εισφορά αλληλεγγύης- αποφυγή διπλής φορολογίας..Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 1 εδαφ. β΄ και παρ. 5 εδαφ. α΄ του ΚΦΔ, ερμηνευόμενες ενόψει και της ανάγκης διαφύλαξης του ωφέλιμου αποτελέσματος της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας (η οποία σκοπεί στην επανεξέταση από τη φορολογική Διοίκηση των ζητημάτων που εγείρονται από τον φορολογούμενο σε σχέση με ορισμένη πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του, ώστε είτε να επιλυθεί το πρόβλημα, ταχέως, από την ίδια τη Διοίκηση είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς και του ασκούμενου στο πλαίσιό της ελέγχου του διοικητικού δικαστηρίου) προκύπτει ότι η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφαίνεται ρητά και αιτιολογημένα επί (εκάστου) των λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι η ΔΕΔ υποχρεούται να εξετάσει το σύνολο των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που μπορούν να εγερθούν στο πλαίσιο της εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής, εάν, προκειμένου να αποφανθεί επί (εκάστου) των λόγων της προσφυγής, αρκεί να εκφέρει κρίση επί ορισμένων εκ των ζητημάτων αυτών, η οποία καθις τά, κατ’ αρχήν, αλυσιτελή την έρευνα των υπολοίπων. Πράγματι, η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, αφενός, δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα στο γράμμα των ως άνω διατάξεων του άρθρου 63 του ΚΦΔ και στον προαναφερόμενο σκοπό της προβλεπόμενης σε αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας και, αφετέρου, θα επέβαλε στην ΔΕΔ ένα υπέρμετρο βάρος, ασύμβατο προς την αρχή της εύρυθμης και ορθολογικής λειτουργίας της, με τις εντεύθεν επιπτώσεις στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα του έργου της και, συνακόλουθα, στην αποτελεσματικότητα της εν λόγω διαδικασίας. Συνεπώς, εάν ο φορολογούμενος υποστηρίζει με την ενδικοφανή προσφυγή του ότι η προσβαλλόμενη πράξη της ελληνικής φορολογικής Διοίκησης, περί επιβολής σε βάρος του φόρου επί του εισοδήματός του, αντιβαίνει σε διάταξη Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, δυνάμει της οποίας το βαρυνόμενο εισόδημά του δεν υπόκειται σε φόρο στην ημεδαπή, η ΔΕΔ δύναται να απορρίψει τον οικείο λόγο, με την αιτιολογία ότι ο επίμαχος φόρος δεν εμπίπτει καν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να εξετάσει εάν συντρέχουν στη συγκεκριμένη υπόθεση οι (λοιπές) προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλείται ο φορολογούμενος. Περαιτέρω, σε τέτοια περίπτωση, η παράγραφος 5 του άρθρου 79 του ΚΔΔ (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010, το οποίο αποβλέπει στην επιτάχυνση της επίλυσης από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια των διαφορών από πράξεις ή παραλείψεις της φορολογικής Διοίκησης), ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΦΔ, έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, εάν δεχθεί ως βάσιμο τον προβαλλόμενο λόγο προσφυγής ότι δεν είναι νόμιμη η παραπάνω αιτιολογική βάση της απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, ούτε εξετάζει το ίδιο εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλέσθηκε ο βαρυνόμενος φορολογούμενος ούτε χορηγεί την επιδιωκόμενη απαλλαγή από τον επίμαχο ημεδαπό φόρο (ούτε διατάσσει την επιστροφή του τυχόν καταβληθέντος ποσού φόρου), θεωρώντας ως δεδομένη την (μη αμφισβητηθείσα από τη Διοίκηση) συνδρομή των εν λόγω προϋποθέσεων (την οποία η ΔΕΔ δεν εξέτασε και δεν όφειλε να ερευνήσει), αλλά παραπέμπει την υπόθεση στη ΔΕΔ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί το πρώτον επί της εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης, στην οποία στηρίζεται η επιδιωκόμενη από τον προσφεύγοντα ακύρωση του επίμαχου φόρου. (...)Επειδή, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ απέρριψε την από 14.12.2017 ενδικοφανή προσφυγή της προσφεύγουσας, κατά το μέρος της που βασιζόταν στο άρθρο VII της ΣΑΔΦ, με την προεκτεθείσα μη νόμιμη αιτιολογία, χωρίς να εξετάσει εάν συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού. Ενόψει τούτου και σύμφωνα με όσα έγιναν κατά πλειοψηφία ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί αιτιολογημένα (το αργότερο εντός εξήντα ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στο Διοικητή της ΑΑΔΕ) επί του σκέλους της ανωτέρω ενδικοφανούς προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο VII της ΣΑΔΦ, με το δεδομένο ότι η ένδικη εισφορά εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου I της ΣΑΔΦ.
ΕΣ/ΤΜ.1/1711/2016
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Ζητείται η ακύρωση α) της 1061/28.5.2010 απόφασης της Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία επιβλήθηκε στην εκκαλούσα δημοσιονομική διόρθωση ποσού 232.500 ευρώ(...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η επιβολή της επίμαχης δημοσιονομικής διόρθωσης παρίσταται νόμιμη. Πράγματι, η αν μη τι άλλο ανακρίβεια - ως προς την ταυτότητα και την έδρα της φερόμενης ως πωλήτριας εταιρείας - κατ’ αρχάς του τιμολογίου που υποβλήθηκε από τον τελικό αποδέκτη της ενίσχυσης, προς απόδειξη της αγοράς του μηχανολογικού εξοπλισμού και, περαιτέρω, του ωσαύτως ελαττωματικού αποδεικτικού μεταφοράς των μηχανημάτων από την Μεγάλη Βρετανία στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας, καθιστά μη επιλέξιμες τις δαπάνες όχι μόνο για την αγορά αυτή, αλλά, ενόψει του μεγέθους της (68,56% του προϋπολογισμού για την υλοποίηση του φυσικού αντικειμένου) και του ουσιώδους της απόκλισης που συνεπάγεται, για το σύνολο του επενδυτικού σχεδίου, αφού, χωρίς την αγορά του μηχανολογικού εξοπλισμού, ούτε η εγκατάσταση μίας πλήρους, λειτουργικής, βιώσιμης και παραγωγικής βιοτεχνικής μονάδας, όπως το φυσικό αντικείμενο της είχε εγκριθεί προς χρηματοδότηση, ούτε η παρεπόμενου χαρακτήρα πιστοποίηση της μονάδας αυτής με ISO, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ολοκληρωμένες. Δοθέντος δε ότι υπεύθυνη, κατά το νόμο, για τον έλεγχο της ακρίβειας των δικαιολογητικών του τελικού αποδέκτη και την τήρηση εν γένει των όρων επιλεξιμότητας των δαπανών της επένδυσης ήταν, ως τελικός δικαιούχος, η εκκαλούσα, νομίμως η αχρεωστήτως καταβληθείσα χρηματοδότηση αναζητείται από αυτήν. Και ναι μεν η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη, τούτο, ωστόσο, δεν αληθεύει, εφόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της απόφασης αυτής, στο σώμα της μνημονεύονται, μεταξύ άλλων, η 518/350/12.2.2003 κοινή υπουργική απόφαση και η 430/18.2.2003 υπουργική απόφαση, σε παραβίαση των διατάξεων των οποίων υπέπεσε η εκκαλούσα, καθώς και η από 20.10.2009 έκθεση αρχικού ελέγχου και το από 10.3.2010 πόρισμα συμπληρωματικού ελέγχου, με συνέπεια πλήρως να εξειδικεύεται η νομική και ιστορική αιτία της ανάκτησης. Όσον αφορά δε τους συναφείς λόγους έφεσης αφενός ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης ελέγχεται ως αντιφατική, στο μέτρο που στην έκθεση και στο πόρισμα άλλοτε το ελαττωματικό τιμολόγιο χαρακτηρίζεται μη νόμιμο και άλλοτε εικονικό ή μη πραγματικό, ενώ σε άλλα σημεία αμφισβητείται απλώς η έδρα της πωλήτριας εταιρείας στη Μεγάλη Βρετανία και σε άλλα ακόμη και η ίδια η ύπαρξή της, αφετέρου ότι αναιτιολόγητα απορρίφθηκαν οι υποβληθείσες, κατά την προδικασία, αντιρρήσεις της εκκαλούσας, αμφότεροι αποβαίνουν απορριπτέοι, ο πρώτος διότι και μόνη η διαπίστωση της ανακρίβειας του τιμολογίου αρκεί εν προκειμένω για την κατάφαση του μη επιλέξιμου των δαπανών του επενδυτικού σχεδίου, χωρίς να ασκεί επιρροή ο καθορισμός - και δη από άποψη φορολογικού δικαίου - του ειδικότερου ελαττώματος είτε του τιμολογίου καθεαυτού, είτε της συναλλαγής που αφορούσε, και ο δεύτερος ως αορίστως προβαλλόμενος, καθόσον καμία συγκεκριμένη αιτίαση, με την ένδικη έφεση, δεν προσάπτεται στα συμπεράσματα του συμπληρωματικού ελέγχου που διενεργήθηκε ακριβώς για τη διεξοδική διερεύνηση της βασιμότητας των αντιρρήσεων της εκκαλούσας.Απορρίπτει την έφεση.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/11/2016
Παροχή υπηρεσιών συντηρήσεως – επισκευής:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας το Κλιμάκιο αποφαίνεται ότι το Νοσοκομείο μη νομίμως προσέφυγε στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγματεύσεως χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού. Και τούτο, διότι δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν οι λόγοι που επικαλείται προς αιτιολόγηση της προσφυγής στην ανωτέρω διαδικασία, ότι, δηλαδή, η ανάδοχος, ως αποκλειστική, κατά τους ισχυρισμούς του Νοσοκομείου, αντιπρόσωπος του οίκου κατασκευής .... Iαπωνίας στην Ελλάδα, είναι η μοναδική εταιρεία που μπορεί να παράσχει τις επίμαχες υπηρεσίες συντηρήσεως, ενώ επίσης δεν προκύπτει ότι συντρέχουν λόγοι που σχετίζονται με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων της εταιρείας αυτής. Ειδικότερα, από τα διαλαμβανόμενα στην 14/01/3697/43451/24.11.2014 εισήγηση του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών του Νοσοκομείου, η οποία αποτελεί και την αιτιολογία της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου σχετικώς με την επιλογή της συγκεκριμένης εταιρείας, σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς που προβάλλονται με το από 24.11.2015 έγγραφο του ιδίου ως άνω Προϊσταμένου, δεν αποδεικνύεται ότι οι ανατεθείσες υπηρεσίες εμφανίζουν συγκεκριμένη τεχνική ιδιομορφία και ότι εξαιτίας αυτής της ιδιομορφίας μόνο η φερόμενη ως δικαιούχος εταιρεία είναι σε θέση να παράσχει τις υπηρεσίες αυτές. Η αναφορά του Νοσοκομείου στη φύση και την ιδιαίτερη προσοχή που απαιτεί η συντήρηση και επισκευή των συγκεκριμένων ενδοσκοπικών μηχανημάτων είναι γενική, καθώς αφορά όλες τις ιατροτεχνολογικές συσκευές αυτού του είδους, και δεν αποδεικνύει ότι, λόγω ειδικών τεχνικών χαρακτηριστικών των συγκεκριμένων συσκευών, είναι τεχνικά αδύνατη η παροχή των επίμαχων υπηρεσιών συντηρήσεως και επισκευής από άλλους αναδόχους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, και υπό την εκδοχή ότι η φερόμενη ως δικαιούχος είναι αποκλειστική αντιπρόσωπος των ενδοσκοπίων OLYMPUS και των πλυντηρίων ….ΔΕΔ/Miele στην Ελλάδα, ισχυρισμός που πάντως δεν αποδεικνύεται, αφού δεν προσκομίζεται κανένα σχετικό στοιχείο (π.χ. σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσωπείας μεταξύ της κατασκευάστριας εταιρείας και της εταιρείας «…..»), τούτο δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτού ότι η συγκεκριμένη εταιρεία είναι και η μόνη εξουσιοδοτημένη να παράσχει τις υπηρεσίες επισκευής και συντηρήσεως των εν λόγω μηχανημάτων, ούτε επίσης ότι είναι η μοναδική που διαθέτει τις απαραίτητες πιστοποιήσεις για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών σύμφωνα με τις προδιαγραφές του οίκου κατασκευής, κατ’ αποκλεισμό οποιουδήποτε άλλου οικονομικού φορέως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλωστε, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην σκέψη ΙΙ, για την κατάφαση της μοναδικότητας δεν αρκεί η έστω αποδεδειγμένη εκτέλεση των ζητουμένων υπηρεσιών με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο από τον επιλεγέντα ανάδοχο, αλλά απαιτείται ο ανάδοχος αυτός να είναι και ο μοναδικός έναντι οιουδήποτε άλλου δραστηριοποιούμενου στον ίδιο οικονομικό κλάδο παρόχου. Αλυσιτελώς, συνεπώς, προβάλλεται ότι η φερόμενη ως δικαιούχος διαθέτει σειρά πιστοποιητικών που αποδεικνύουν την ικανότητά της να παράσχει τις επίμαχες υπηρεσίες, αφού τα πιστοποιητικά αυτά αποδεικνύουν μόνο την τεχνική επάρκεια της εν λόγω εταιρείας ως προς την παροχή των υπηρεσιών αυτών, γεγονός που δεν αμφισβητείται εν προκειμένω, δεν αποδεικνύουν όμως η εταιρεία αυτή είναι η μοναδική εξουσιοδοτημένη από την κατασκευάστρια εταιρεία για την παροχή υπηρεσιών συντηρήσεως και επισκευής των ενδοσκοπικών μηχανημάτων της, ούτε επίσης ότι είναι η μοναδική που διαθέτει την αναγκαία πιστοποίηση και τεχνογνωσία για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών σύμφωνα με τις προδιαγραφές, οδηγίες και απαιτήσεις της κατασκευάστριας εταιρείας. Σε κάθε δε περίπτωση, δοθέντος ότι η Οδηγία 2004/18/ΕΚ προβλέπει ειδικό σύστημα διαφανούς αξιολογήσεως της καταλληλότητας των υποψηφίων, με συνεκτίμηση και της τεχνικής τους επάρκειας, στην προκειμένη περίπτωση η καταλληλότητα των υποψηφίων αναδόχων σχετικά με την παροχή των επίμαχων υπηρεσιών σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή, θα μπορούσε να αξιολογηθεί με διαφάνεια στο πλαίσιο διαγωνιστικής διαδικασίας (βλ. άρθρα 46 του π.δ/τος 60/2007 και 48 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, Ελ.Συν. VI Tμ. 3264/2013). Άλλωστε, το Νοσοκομείο έχει προκηρύξει στο παρελθόν ανοικτό διαγωνισμό για την ανάθεση των επίμαχων υπηρεσιών (βλ. την 46/2012 διακήρυξη, σχετική και η 14/22.11.2013 απόφαση κατακύρωσης του Δ.Σ. του Νοσοκομείου), είναι δε νομικώς αδιάφορο το γεγονός της μη προσελεύσεως σ’ αυτόν άλλων διαγωνιζομένων, πλην της φερομένης ως δικαιούχου, καθώς τούτο δεν αποκλείει την εκδήλωση ενδιαφέροντος σε τυχόν επόμενες διαγωνιστικές διαδικασίες από οικονομικούς φορείς που εδρεύουν στην ημεδαπή ή σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, δεν ήταν νόμιμη η ανάθεση των επίμαχων υπηρεσιών με τη διαδικασία της διαπραγματεύσεως, ενώ παρέλκει η εξέταση της τυχόν συνδρομής λόγων επείγουσας ανάγκης, οφειλομένων σε απρόβλεπτες περιστάσεις, σύμφωνα με τον σχετικώς προβαλλόμενο λόγο διαφωνίας, αφού το Νοσοκομείο δεν επικαλείται τη συνδρομή τέτοιων περιστάσεων. Επιπλέον, η εν λόγω ανάθεση δεν ήταν νόμιμη και για τον πρόσθετο λόγο ότι πριν από την 11/16.12.2014 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου, με την οποία εγκρίθηκε η σύναψη της επίμαχης από 18.12.2014 συμβάσεως με τη διαδικασία της διαπραγματεύσεως, δεν είχε ληφθεί η σύμφωνη γνώμη της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.). Η παράλειψη, δε, αυτή καθιστά μη νόμιμη την ανωτέρω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, όπως βασίμως προβάλλει η Επίτροπος με τον δεύτερο λόγο διαφωνίας. Περαιτέρω, η από 18.12.2014 σύμβαση που συνήφθη μεταξύ του Νοσοκομείου και της φερομένης ως δικαιούχου εταιρείας δεν αναρτήθηκε στο Μητρώο Ηλεκτρονικής Καταχώρισης Δημοσίων Συμβάσεων, με συνέπεια η έλλειψη αυτή, η οποία δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι έχει θεραπευθεί, να καθιστά μη κανονική την επίμαχη δαπάνη (πρβλ. Ελ. Συν. ΚΠΕΔ στο ΙV Τμήμα 261, 247, 176, 165, 128, 114/2015), κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με τον τρίτο λόγο διαφωνίας. Επιπλέον, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 3861/2014, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 παρ. 4 του ν. 4210/2013, η πράξη συγκροτήσεως της Επιτροπής Παραλαβής των ανατεθεισών υπηρεσιών δεν προκύπτει ότι αναρτήθηκε στο διαδικτυακό τόπο «ΔΙΑΥΓΕΙΑ». Τέλος, κατά παράβαση των προδιαληφθεισών διατάξεων του άρθρου 38 του π.δ. 118/2007, οι οποίες, ως προς τον τρόπο λειτουργίας της τριμελούς επιτροπής παραλαβής των υπηρεσιών που ανατίθενται είτε κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας είτε με τη διαδικασία τη διαπραγματεύσεως, παραπέμπουν στις ισχύουσες γενικές διατάξεις περί συλλογικών οργάνων, στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή Παραλαβής προέβη στην παραλαβή των επίμαχων υπηρεσιών αποτελούμενη από δύο μόνο μέλη, τα οποία και συνυπέγραψαν το οικείο, 120/25.2.2015, πρωτόκολλο παραλαβής, ήτοι χωρίς την ύπαρξη νομίμου απαρτίας. Τούτο, όμως, καθιστά νομικώς πλημμελές το σχετικώς συνταχθέν πρωτόκολλο παραλαβής