ΕΛ/ΣΥΝ/ΤΜ.6/4305/2014
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Προγραμματικές συμβάσεις:επιδιώκεται η ανάκληση της 381/2014 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη που προηγήθηκε, το Τμήμα κρίνει ότι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, η άσκηση της εν λόγω κρατικής καταρχήν αρμοδιότητας από τις Περιφέρειες τίθεται εκ του νόμου σε δυνητική και συντρέχουσα βάση, εις τρόπον ώστε να μην θίγεται σε καμία περίπτωση η συνταγματικώς κατοχυρωμένη οικονομική αυτοτέλεια των Περιφερειών ως Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.). Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, οι Περιφέρειες δεν υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση να ασκήσουν την αρμοδιότητα αυτή σε περίπτωση που υποβληθεί σχετική αίτηση. Αντιθέτως, εφόσον τα αρμόδια όργανα αυτής κρίνουν ότι τυχόν καταβολή χρηματοδότησης, δυνάμει της εν λόγω διάταξης, υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες της Περιφέρειας, δύνανται να μην κάνουν χρήση της ανωτέρω συντρέχουσας αρμοδιότητας που τους έχει χορηγηθεί. Επομένως, η πρόβλεψη της δυνατότητας επιχορήγησης, η οποία επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των Περιφερειών, δεν ανατρέπει τον οικονομικό τους προγραμματισμό και, συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την οικονομική τους αυτοτέλεια, ώστε η πρόβλεψή της να απαιτείται να συνοδευτεί και από μεταβίβαση εκ του Κράτους των αναγκαίων για την άσκησή της πιστώσεων. Περαιτέρω, το ζήτημα που προέκυψε κατά τη διάσκεψη σχετικά με το εάν η συγκεκριμένη χρηματοδότηση του εν λόγω έργου αποτελεί ή μη τοπική υπόθεση δεν μπορεί να ερευνηθεί κατά την παρούσα διαδικασία, εφόσον δεν αναδείχθηκε από το Κλιμάκιο. Μειοψήφισε η Σύμβουλος Μαρία Αθανασοπούλου, κατά τη γνώμη της οποίας ναι μεν η ανάθεση της δυνατότητας άσκησης της ανωτέρω αρμοδιότητας στις Περιφέρειες δεν απαιτείται να συνοδεύεται από μεταφορά αντίστοιχων πόρων, πλην όμως, το ζήτημα της ανάθεσης αυτής πρέπει να εξεταστεί και ως προς τη συμφωνία της διάταξης του άρθρου 25 του ν. 4258/2014 με το συνολικό σύστημα που περιγράφεται από τις διατάξεις του άρθρου 102 του Συντάγματος. Ειδικότερα, ακόμα και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 2001, κάθε μεταβίβαση αρμοδιότητας του Κράτους προς τους Ο.Τ.Α. - και προς τις Περιφέρειες ως Ο.Τ.Α. Β΄ Βαθμού- πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του αν αφορά υπόθεση, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τοπικό χαρακτήρα και ενδιαφέρον, καθώς η δυνατότητα ανάθεσης στους Ο.Τ.Α. αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους δεν υφίσταται άνευ περιορισμών που προκύπτουν από τη συστηματική ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων (βλ. ΣτΕ 3663/2005). Κατά τούτο, η ανωτέρω ρύθμιση μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικά θεμιτή μόνο στο μέτρο που αφορά στην ανάθεση αρμοδιότητας στις Περιφέρειες για τη χρηματοδότηση της βελτίωσης ή κατασκευής υποδομών αθλητικών σωματείων, οι οποίες (υποδομές) χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την ανάπτυξη του ερασιτεχνικού αθλητισμού και όχι για την τέλεση αγώνων επαγγελματικών αθλητικών ανωνύμων εταιρειών, καθώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπόθεση τοπικού αποκλειστικά ενδιαφέροντος η χρηματοδότηση της κατασκευής ή βελτίωσης μεγάλων αθλητικών υποδομών που προορίζονται να φιλοξενούν αγώνες μεταξύ επαγγελματικών ομάδων εθνικού και διεθνούς επιπέδου, οι οποίες λειτουργούν υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρείας και δραστηριοποιούνται σε επαγγελματικά εθνικά και διεθνή πρωταθλήματα. Πέραν δε τούτου η ανάθεση σχετικών αρμοδιοτήτων στις Περιφέρειες επιφέρει κατακερματισμό του εθνικού επιτελικού σχεδιασμού που ανήκει στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού (Γ.Γ.Α.), με συνέπεια να διακυβεύεται η συνταγματικώς κατοχυρωμένη υποχρέωση του Κράτους να εποπτεύει την ανάπτυξη του αθλητισμού, εγείρει δε και ζητήματα ανάπτυξης αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των ανωτέρω εταιρειών στο μέτρο ακριβώς που η χρηματοδότηση εκφεύγει πλέον του πεδίου ενός εθνικού επιτελικού σχεδιασμού, ώστε να διασφαλίζεται η ισότιμη μεταχείριση των συναγωνιζόμενων εμπορικών εταιρειών. Επομένως, εν προκειμένω, κατά τη μειοψηφίσασα άποψη, η χρηματοδότηση της Περιφέρειας Αττικής προς το αιτούν σωματείο μέσω της επίμαχης Προγραμματικής Σύμβασης πάσχει στο μέτρο που αφορά στη βελτίωση των υποδομών του γηπέδου ποδοσφαίρου, το οποίο όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου δεν χρησιμοποιείται από τα ερασιτεχνικά τμήματα του αιτούντος, αλλά από την ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία …..ανακαλεί την 381/2014 πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.6/120/2019
Υπογραφή σχεδίου προγραμματικής σύμβασης...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη σκέψη ΙΙ της παρούσας το Τμήμα κρίνει ότι η σύναψη προγραμματικής σύμβασης, αποτελούσα το ultimum refugium για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτήν αποτελέσματος, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί καθεαυτή να επιφέρει μεταβίβαση αρμοδιότητας από τον ένα συμβαλλόμενο φορέα στον αντισυμβαλλόμενό του, παρά μόνο αν υφίσταται ήδη σχετική νομοθετική πρόβλεψη προς τούτο, καθώς σε διαφορετική περίπτωση η προγραμματική σύμβαση θα μετατρεπόταν σε εργαλείο παράκαμψης των αναγκαστικού δικαίου νομοθετικών διατάξεων περί αρμοδιότητας. Εν προκειμένω, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη Πράξη, η εκπόνηση της μελέτης νέου κτιρίου φαρμακευτικών εργαστηρίων στην 441 ΑΒΥΥ στο στρατόπεδο ... υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και όχι της Περιφέρειας ... Και ναι μεν στους τομείς που υπάγονται στην αρμοδιότητα των Περιφερειών περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η υγεία (βλ. ανωτέρω, σκέψη ΙΙ), όμως ειδικά η εκπόνηση και χρηματοδότηση μελέτης κτιρίου φαρμακευτικών εργαστηρίων, το οποίο θα κατασκευαστεί εντός στρατοπέδου (αρμοδιότητας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας), ούτε προβλέπεται ρητά στις περιπτώσεις 1-23 του άρθρου 186 ΙΙ. Ζ. του ν. 3852/2010, στις οποίες εξειδικεύονται αναλυτικά οι αρμοδιότητες που υπάγονται στον τομέα της υγείας και ανήκουν στις Περιφέρειες, ούτε είναι συναφής με καμία από τις περιπτώσεις αυτές, οι οποίες αφορούν ενδεικτικά τη χορήγηση και ανάκληση αδειών άσκησης επαγγελμάτων υγείας, την επιβολή σχετικών κυρώσεων, την εποπτεία Ιατρικών, Οδοντιατρικών και Φαρμακευτικών Συλλόγων της Περιφέρειας και τη διενέργεια υγειονομικών ελέγχων...
ΕΣ/ΤΜ.6/1768/2019
Παροχή υπηρεσιών...Εκ των ανωτέρω έπεται ότι η ελεγχόμενη σύμβαση, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, δεν αποτελεί γνήσια προγραμματική σύμβαση, αλλά κοινή εξ επαχθούς αιτίας δημόσια σύμβαση παροχής υπηρεσιών αποκομιδής απορριμμάτων και ως εκ τούτου νομίμως επιβαρύνεται με Φ.Π.Α., αφού η «..... (ΟΤΑ)» δεν συμπεριλαμβάνεται στους φορείς που απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α. (πρβλ. Ε.Σ. Πρ. VΙΙ Τμ. 104,106/2010, V Τμ. 16/2005). Η διαπίστωση, εξάλλου, αυτή δεν αίρεται από το γεγονός ότι η ως άνω εταιρεία, η οποία λειτουργεί ως ΦΟ.Δ.Σ.Α., μπορεί να μετέχει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 του ν. 3536/2007, 1 παρ. 2 της Κ.Υ.Α. 2527/2009 και 246 παρ. 3 του ν. 4555/2018 ως αντισυμβαλλόμενο μέρος σε προγραμματικές συμβάσεις για την ανάθεση, μεταξύ άλλων της συλλογής και μεταφοράς αστικών αποβλήτων, καθόσον αυτονόητη προϋπόθεση είναι η συναπτόμενη σύμβαση να φέρει ως εκ του αντικειμένου της και του σκοπού της τα χαρακτηριστικά προγραμματικής, χωρίς να αρκεί προς τούτο ότι η εταιρεία συμβάλλεται με κάποιον από τους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 100 παρ. 1 του ν. 3852/2010. Επίσης δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω ότι η ... Α.Ε. (Ο.Τ.Α.) έχει κοινωφελή και μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα και λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, αφού το επίμαχο σχέδιο χαρακτηρίζεται ως σχέδιο δημόσιας σύμβασης παροχής υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας, ανεξάρτητα από το εάν ο αντισυμβαλλόμενος της αναθέτουσας αρχής φορέας ασκεί κατά κύριο λόγο κερδοσκοπική δραστηριότητα, εάν διαθέτει την οργανωτική δομή επιχείρησης, αν προσδοκά το κέρδος ή εάν δραστηριοποιείται σε τακτική βάση στην αγορά (βλ. Ε.Σ. Τμ. Μειζ. Επταμ. Συνθ. 2007/2014, VI Τμ. 845/2018, 3582/2015, VII Τμ. Πρ. 45/2018). Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν αναδείχθηκε άλλος διακωλυτικός λόγος υπογραφής της οικείας σύμβασης, η αίτηση ανάκλησης πρέπει να γίνει δεκτή και να ανακληθεί η προσβαλλόμενη 40/2019 Πράξη του Αναπληρωτή Επιτρόπου της Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Ν. ....
ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/121/2020
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1308/2022
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ-ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:ζητείται η αναθεώρηση της 706/2022 απόφασης του Εβδόμου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή ανάκλησης του ν.π.δ.δ., με την επωνυμία «…» (εφεξής: Σύνδεσμος) κατά της 4/2022 Πράξης του Επιτρόπου στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων. Με την Πράξη αυτή κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ του Συνδέσμου και της εταιρείας «… A.E.», με αντικείμενο τη «Μεταφορά του υπολείμματος της Εγκατάστασης Επεξεργασίας ΑΣΑ Περιφέρειας Ηπείρου», προϋπολογιζόμενης δαπάνης 454.132,76 ευρώ, με την αιτιολογία ότι η αρμοδιότητα μεταφοράς του υπολείμματος ανήκει στην Περιφέρεια Ηπείρου.(...)Ο λόγος αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς, προεχόντως διότι το δημόσιο συμφέρον εν προκειμένω δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση ουσιωδών δεσμεύσεων του προσφεύγοντος Συνδέσμου που απορρέουν από την προγραμματική σύμβαση και τη σύμβαση σύμπραξης, ενώ, περαιτέρω, σε περίπτωση πλημμελούς, κατά τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, άσκησης της προκείμενης αρμοδιότητας από πλευράς της Περιφέρειας, ο ίδιος θα μπορούσε να προβεί στην καταγγελία της προγραμματικής σύμβασης, στην οποία, όμως, ως ελέχθη, ουδέποτε προέβη.Απορρίπτει τις προσφυγές αναθεώρησης
ΔΕΚ/C-355/1998
Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)
ΕλΣυν/ΟΛΟΜ/8η/2013
(...) Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις για όλες τις πράξεις ανάληψης πολυετών υποχρεώσεων που εκδίδονται από τους διατάκτες και αφορούν σε δαπάνες των φορέων της Κεντρικής Διοίκησης και των Ο.Τ.Α., οι οποίες υπερβαίνουν ετησίως ορισμένο ποσό, απαιτείται η προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Οικονομικών ή ειδικά για τις δαπάνες των Ο.Τ.Α. του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Δοθέντος δε ότι ως έγκριση νοείται η διοικητική πράξη δια της οποίας προσδίδεται εκτελεστός χαρακτήρας (εκτελεστότητα) στην εγκρινόμενη πράξη ενός άλλου οργάνου, η οποία χωρίς την εγκριτική πράξη (έγκριση) δεν επάγεται έννομα αποτελέσματα, καθίσταται πρόδηλο ότι η εξάρτηση της διαθέσεως των σχετικών πιστώσεων των προϋπολογισμών των Ο.Τ.Α. από την προηγούμενη έγκριση οργάνου της Κεντρικής Διοίκησης (άρθρο 1 Β παρ. 4 ν.2362/1995), που αποτελεί και ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης και η κατά τούτο ενιαία αντιμετώπιση των Ο.Τ.Α. με τους λοιπούς φορείς της Κεντρικής Διοίκησης, που εντάσσονται στο κράτος εν στενή εννοία, θίγει τις θεσμικές εγγυήσεις, που τάσσονται υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης με το άρθρο 102 του Συντάγματος. Και τούτο διότι με την ανωτέρω ρύθμιση η αποφασιστική αρμοδιότητα για τη διάθεση των πιστώσεων των προϋπολογισμών των Ο.Τ.Α. και συνακόλουθα η εξουσία διαχείρισης των προϋπολογισμών τους, που ανήκει στα θεσμικά τους όργανα (διατάκτες), ουσιαστικά εκχωρείται σε όργανο της Κεντρικής Διοικήσεως ήτοι σε όργανο του κράτους εν στενή εννοία, αφού χωρίς τη χορήγηση σχετικής εγκρίσεως δεν μπορεί να συντελεστεί η δημοσιονομική δέσμευση. Έτσι όμως πλήττεται η διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των Ο.Τ.Α., που κατοχυρώνεται στο άρθρο 102 παρ. 2 του Συντάγματος. Πέραν τούτου η ως άνω προηγούμενη έγκριση δεν μπορεί να νοηθεί ότι απαιτείται στο πλαίσιο της επιτρεπόμενης από το Σύνταγμα κρατικής εποπτείας, αφού εν προκειμένω δεν θεσπίζεται έλεγχος νομιμότητας το περιεχόμενο του οποίου προσδιορίζεται ως ανωτέρω αναφέρεται στη σκέψη Α2, αλλά συνταγματικά ανεπίτρεπτος έλεγχος σκοπιμότητας της γενεσιουργού της δαπάνης διοικητικής πράξης, δεδομένου ότι αντικείμενο ελέγχου για τη χορήγηση της εν λόγω έγκρισης αποτελούν ουσιαστικά οι αξιολογήσεις, επιλογές και προτεραιότητες που θέτει ο Ο.Τ.Α. για την εξυπηρέτηση των τοπικών του υποθέσεων, ως προς τις οποίες το Σύνταγμα επιφυλάσσει υπέρ αυτού το τεκμήριο αρμοδιότητας, αποκλείοντας την παρέμβαση της κεντρικής κρατικής εξουσίας.(…) Η Ολομέλεια, ύστερα από συζήτηση των μελών της, κατά πλειοψηφία, που αποτελέστηκε από δεκαεννέα (19) μέλη, ήτοι τους :…………., αποδέχθηκε την ανωτέρω εισήγηση της Συμβούλου Ασημίνας Σαντοριναίου.
ΕΣ/ΤΜ.7/5/2018
Προγραμματική σύμβαση....Εξάλλου, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν κοινή αφετηρία και ότι συμπράττουν ισόρροπα στη σύμβαση, καθόσον οι μεν καταστατικοί σκοποί της …. Α.Ε. σχετίζονται με τη διοίκηση, καλή λειτουργία των κεντρικών αγορών που η ίδια διαχειρίζεται, η δε συμβολή του Δήμου στην προγραμματική σύμβαση αποτελεί δευτερεύον σκέλος της συμφωνίας. Τούτο αποδεικνύεται από την παρεπόμενη φύση των συμβατικών του υποχρεώσεων, όπως η άσκηση εποπτείας, η εισφορά στοιχείων για την διευκόλυνση της παροχής των συμβατικών υποχρεώσεων της Α.Ε. και η οργάνωση, από κοινού με την αντισυμβαλλόμενη ομάδων εργασίας, καθώς και η συμμετοχή του στην Επιτροπή Παρακολούθησης Έργου, ενώ πρωτεύουσα σημασία, όπως έχει παγίως κριθεί από το παρόν Τμήμα, έχει η καταβολή του συμφωνηθέντος ανταλλάγματος στην αντισυμβαλλόμενη εταιρεία (βλ. Πράξεις 29/2015, 3/2017, 28/2017 VII Τμ. Ελ. Συν.). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι το σύνολο των υπηρεσιών που πρόκειται να παρασχεθούν στο πλαίσιο της προγραμματικής σύμβασης θα ανατεθούν μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι αναφέρεται στην ανάθεση μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας των εκτελεστικών συμβάσεων της προγραμματικής σύμβασης, ενώ με την προσβαλλομένη κρίθηκε ότι μη νομίμως ανατέθηκαν απευθείας, χωρίς την τήρηση διαγωνιστικής διαδικασίας, οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της ίδιας της προγραμματικής σύμβασης. Τέλος, ο ισχυρισμός περί συνδρομής λόγων συγγνωστής πλάνης ως προς την κατά προσέγγιση παράθεση του κόστους των συμπεριλαμβανομένων στη σύμβαση αντικειμένων πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, καθόσον και αληθής υποτιθέμενος δεν μπορεί να οδηγήσει σε ανάκληση της προσβαλλόμενης, η οποία ερείδεται σε περισσότερες νομικές βάσεις, ούτε, εξάλλου, μπορεί να γίνει δεκτή η πλάνη των υπηρεσιών του Δήμου ενόψει, ιδίως, και του γεγονότος ότι όμοιο νομικό ζήτημα είχε αντιμετωπιστεί με την 51/2015 Πράξη του Τμήματος, που δεν ανακάλεσε την 141/2015 Πράξη του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο VII Τμήμα η οποία αφορούσε σε προγραμματική σύμβαση του ίδιου Δήμου.
ΔΕΚ/C-458/2008
Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Αντικείμενο της διαφοράς – Προσδιορίζεται κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία – Διευκρίνιση των αρχικών αιτιάσεων με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο – Επιτρέπεται (Άρθρο 226 ΕΚ) 2. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Οικοδομικός τομέας (Άρθρο 49 ΕΚ) 1. Το γεγονός ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή αναπτύσσει λεπτομερώς τα επιχειρήματά της περί της προβαλλόμενης παραβάσεως, τα οποία ήδη προβλήθηκαν σε γενικότερο πλαίσιο με το έγγραφο οχλήσεως και την αιτιολογημένη γνώμη, διευκρινίζοντας περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ένα καθεστώς ασύμβατο με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της εν λόγω παραβάσεως και δεν έχει, επομένως, καμία επίπτωση στο περιεχόμενο της διαφοράς. (βλ. σκέψη 47) 2. Συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που ένα κράτος μέλος υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ η εκ μέρους του απαίτηση από τους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος παρέχοντες κατασκευαστικές υπηρεσίες να πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων που το επίμαχο εθνικό καθεστώς επιβάλλει για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως οικοδομικής δραστηριότητας και αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό την προσήκουσα συνεκτίμηση των αντίστοιχων υποχρεώσεων στις οποίες υπόκεινται οι παρέχοντες τις εν λόγω υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, καθώς και των ήδη πραγματοποιηθέντων από τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους σχετικών ελέγχων. Ο περιορισμός του άρθρου 49 ΕΚ μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στο μέτρο που το γενικό συμφέρον το οποίο επιδιώκει να προστατεύσει η εθνική νομοθεσία δεν προασπίζεται με τους κανόνες στους οποίους υπόκειται εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως ο παρέχων την υπηρεσία. (βλ. σκέψεις 100, 108 και διατακτ.)
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1194/2024
Διοικητική και Τεχνική Υποστήριξη Δήμου.(...) Υπό τα ως άνω πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Η ελλιπής τεχνική επάρκεια της τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου για την υλοποίηση των έργων και μελετών που προβλέπονται στο Τεχνικό Πρόγραμμα του, η οποία δικαιολογεί, κατ’ άρθρα 44 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 4412/2016 και 4 παρ. 1 του ν. 4674/2020, τη σύναψη της ελεγχόμενης προγραμματικής σύμβασης αιτιολογείται επαρκώς .Από την επισκόπηση του περιεχομένου της ελεγχόμενης προγραμματικής σύμβασης προκύπτει, από απόψεως, κατ’ αρχάς, του ελάχιστου αναγκαίου, κατ’ άρθρο 100 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3852/2010, περιεχομένου, ότι αναγράφεται το αντικείμενό της (βλ. ανωτέρω σκ. 16), το οποίο, περαιτέρω, είναι αρκούντως ορισμένο, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος αν, με αυτό το αντικείμενο, είναι επιτρεπτή η σύναψή της, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 44 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 4412/2016 και 4 παρ. 1 του ν. 4674/2020. Ούτε, επίσης, ο υπολογισμός ποσοστού 15% ως έμμεσου λειτουργικού κόστους, το οποίο είναι το ανώτερο ποσοστό που μπορεί να υπολογιστεί επί των άμεσων δαπανών προσωπικού, σύμφωνα με τον Κανονισμό του Δ.Ε.Π.ΑΝ., συνοδεύεται από περαιτέρω ανάλυση και τεκμηρίωση, ώστε να αιτιολογείται ότι δεν υπερβαίνει το εύλογο διοικητικό κόστος που συνεπάγεται η εκπλήρωση εκ μέρους του Δ.Ε.Π.ΑΝ. των συμβατικών του υποχρεώσεων. Εξάλλου, η ως άνω διαπιστούμενη πλημμέλεια της μη επαρκούς τεκμηρίωσης του προϋπολογισμού της ελεγχόμενης σύμβασης δεν επιτρέπει την επιβεβαίωση ότι οι προβλεπόμενες περιουσιακές μετακινήσεις μεταξύ του Δήμου και του Δ.Ε.Π.ΑΝ. περιορίζονται στο πραγματικό κόστος του συνεργατικού τους εγχειρήματος και δεν αφήνουν περιθώρια πλεονάσματος, που θα συνιστούσε αμοιβή του Δ.Ε.Π.ΑΝ. και θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση της εφαρμογής του άρθρου 12 παρ. 6 του ν. 4412/2016 με την εξαίρεσή της από τις διαγωνιστικές διαδικασίες ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων, ούτε, επίσης, μπορεί να επαληθευθεί ο εύλογος χαρακτήρας της παραγόμενης δημοσιονομικής επιβάρυνσης και η διάθεση των πόρων του Δήμου υπό όρους διαφάνειας. Επομένως, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη Πράξη, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων με την κρινόμενη προσφυγή, δεν υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση του προϋπολογισμού της ελεγχόμενης προγραμματικής σύμβασης, τόσο των άμεσων όσο και των έμμεσων δαπανών του, πλημμέλεια που επιφέρει τη μη νομιμότητα της σύμβασης, λόγω έλλειψης του ελάχιστου αναγκαίου, κατά το άρθρο 100 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3852/2010, περιεχομένου της. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, δεδομένου ότι, παρά τη βασιμότητα ορισμένων από τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, εξακολουθούν να συντρέχουν λόγοι που κωλύουν την υπογραφή του σχεδίου της ελεγχόμενης προγραμματικής σύμβασης, πρέπει η κρινόμενη προσφυγή ανάκλησης να απορριφθεί και να μην ανακληθεί η προσβαλλόμενη Πράξη.(24/2024 Πράξης προσυμβατικού ελέγχου της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου)
ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ/ΕΠΤΑΜ/1311/2018
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται η αναθεώρηση της 691/2018 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του αιτούντος Δήμου για ανάκληση της 494/2017 Πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Με τα δεδομένα αυτά, κατά την κρίση του Τμήματος, εξασφαλίζεται η αναγκαία για την υλοποίηση του έργου χρηματοδότηση και ως εκ τούτου νομίμως μπορεί να συναφθεί η ελεγχόμενη σύμβαση. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Δημήτριος Πέππας και Γεωργία Τζομάκα, οι οποίοι υποστήριξαν την άποψη ότι ορθώς απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση η από 28.12.2017 (Α.Β.Δ. 9/2018) αίτηση ανάκλησης του Δήμου ....., για το λόγο ότι δεν δικαιολογείται η κατεπείγουσα εκτέλεση του έργου σήμερα, ύστερα από εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης λόγω σοβαρού επικείμενου κινδύνου που ανέκυψε κατά το έτος 2009 και διότι η συμβατική δαπάνη του έργου δεν καλύπτεται στο σύνολό της. Η άποψη αυτή, όμως, δεν εκράτησε.Αναθεωρεί την 691/2018 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Ανακαλεί την 494/2017 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1740/2024
Ζητείται η ανάκληση της 15/2024 Πράξης της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Περιφερειακή Ενότητα Λασιθίου, με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος για έλεγχο σχεδίου προγραμματικής σύμβασης(...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 5, το Δικαστήριο κρίνει ότι νομίμως συνομολογείται η ελεγχόμενη προγραμματική σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 του ν. 3852/2010 και 44 του ν. 4412/2016, καθόσον με αυτή εγκαθιδρύεται γνήσια συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών που αφορά τόσο στη μεταβίβαση της αρμοδιότητας από τον Δήμο Σητείας προς τη ΔΕΥΑ Σητείας για την ανάθεση της κατασκευής του τμήματος του ως άνω 2ου υποέργου που αφορά στους δευτερεύοντες αγωγούς του αρδευτικού δικτύου, μετά τον αναφερόμενο στην οικεία Τεχνική Έκθεση κόμβο Γ, που ανήκουν στην κυριότητα, όχι της ΔΕΥΑ Σητείας, αλλά του Δήμου Σητείας, ο οποίος έχει και την αρμοδιότητα εκμετάλλευσης αυτών, όσο και στη χρηματοδότηση από τον Δήμο Σητείας του εν λόγω τμήματος, για το οποίο οι δαπάνες δεν είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από το πρόγραμμα «Αντώνης Τρίτσης». Εξάλλου, παρά τα όσα αντίθετα διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη Πράξη τεκμηριώνεται το ύψος της προϋπολογιζόμενης δαπάνης της ελεγχόμενης προγραμματικής σύμβασης με τους προσκομισθέντες αναλυτικούς προϋπολογισμούς α) όλων των εργασιών του υποέργου αυτού, ποσού 2.870.000 ευρώ, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εργασίες που αφορούν στην κατασκευή των ως άνω δευτερευόντων αγωγών που θα χρηματοδοτηθούν από τον Δήμο Σητείας, β) των εργασιών του ως άνω 2ου υποέργου που θα χρηματοδοτηθούν από το πρόγραμμα «Αντώνης Τρίτσης», ποσού 2.200.000 ευρώ και γ) των εργασιών του τμήματος του έργου που θα χρηματοδοτηθεί από τον Δήμο Σητείας, ποσού 670.000 ευρώ. Εξάλλου, το προσκομισθέν σχέδιο της ελεγχόμενης προγραμματικής σύμβασης περιλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 100 του ν. 3852/2010 τυπικά στοιχεία, στα οποία συμπεριλαμβάνονται το αντικείμενο της ελεγχόμενης προγραμματικής σύμβασης, οι υποχρεώσεις των μερών, το αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης αυτής και οι ρήτρες που επιβάλλονται σε βάρος του συμβαλλόμενου μέρους που τυχόν παραβαίνει του όρους της. Για τους λόγους αυτούς.Δέχεται την προσφυγή ανάκλησης. ΚαιΑποφαίνεται ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος ενώπιον του Δικαστηρίου στις 18.11.2024 σχεδίου προγραμματικής σύμβασης,