Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΕΚ/C-94/2004 και C-202/2004

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 60/2007

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:1) Τα άρθρα 10 ΕΚ, 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν απαγορεύουν τη λήψη από κράτος μέλος μέτρου κανονιστικού χαρακτήρα με το οποίο εγκρίνεται, βάσει σχεδίου που κατάρτισε επαγγελματική ένωση δικηγόρων, όπως το Consiglio nazionale forense (εθνικό συμβούλιο των δικηγορικών συλλόγων), πίνακας αμοιβών περί καθορισμού κατωτάτου ορίου των αμοιβών των μελών του δικηγορικού συλλόγου, από τον οποίο δεν χωρεί, καταρχήν, παρέκκλιση τόσο προκειμένου περί υπηρεσιών που παρέχονται αποκλειστικά από τα μέλη αυτά όσο και προκειμένου περί υπηρεσιών, όπως οι εξωδικαστικές, οι οποίες μπορούν να παρέχονται επίσης από οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία μη υποκείμενο στον εν λόγω πίνακα αμοιβών. 2) Κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει απολύτως την παρέκκλιση, βάσει συμβάσεως, από τις κατώτατες αμοιβές που καθορίζει πίνακας δικηγορικών αμοιβών, όπως ο υπό κρίση στις κύριες δίκες, για παροχή υπηρεσιών οι οποίες, αφενός, αφορούν την ενώπιον δικαστηρίου εκπροσώπηση και, αφετέρου, παρέχονται αποκλειστικώς από δικηγόρους συνιστά περιορισμό της κατά το άρθρο 49 ΕΚ ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων λεπτομερειών εφαρμογής της, ανταποκρίνεται πράγματι στους δυνάμενους να τη δικαιολογήσουν σκοπούς της προστασίας των καταναλωτών και της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης και αν οι περιορισμοί που συνεπάγεται είναι δυσανάλογοι σε σχέση με τους σκοπούς αυτούς.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΠΟΛ 1210/2011

ΘΕΜΑ: Υποβολή της Προσωρινής Δήλωσης Απόδοσης της προκαταβολής φόρου της υπολογιζόμενης επί των δικηγορικών αμοιβών για παραστάσεις ενώπιον των δικαστηρίων, της παρακράτησης φόρου επί οποιουδήποτε ποσού καταβάλλεται ως μέρισμα σε δικηγόρους καθώς και της απόδοσης του προκαταβλητέου φόρου επί των δικηγορικών αμοιβών των συναρτώμενων από το αποτέλεσμα των δικηγορικών υπηρεσιών ή της δίκης, με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας ή στη Δ.Ο.Υ., κατά περίπτωση.

ΔΕΚ/C-226/2004 και C-228/2004

Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών — Οδηγία 92/50 — Σύναψη των συμβάσεων (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου, άρθρο 29, πρώτο εδάφιο, στοιχεία ε΄ και στ΄) Το άρθρο 29, πρώτο εδάφιο, στοιχεία ε΄ και στ΄, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αποκλείουν από διαγωνισμό κάθε υποψήφιο ο οποίος δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και την πληρωμή των φόρων και τελών, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση ή διοικητική πρακτική σύμφωνα με την οποία ο παρέχων υπηρεσίες που, κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων συμμετοχής στον διαγωνισμό, δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τις οφειλές εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και φόρων και τελών διά της πλήρους καταβολής των αντιστοίχων ποσών, μπορεί να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές του εκ των υστέρων – δυνάμει μέτρων φορολογικής αμνηστίας ή επιείκειας του κράτους ή – δυνάμει διοικητικού διακανονισμού για τη σταδιακή αποπληρωμή ή την ελάφρυνση των χρεών ή – με την άσκηση διοικητικής ή ένδικης προσφυγής, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποδείξει, εντός της προθεσμίας που τάσσεται από την εθνική κανονιστική ρύθμιση ή διοικητική πρακτική, ότι έτυχε του ευεργετήματος τέτοιων μέτρων ή τέτοιου διακανονισμού, ή ότι άσκησε τέτοια προσφυγή εντός αυτής της προθεσμίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 29 της οδηγίας δεν επιχειρεί να επιβάλλει ομοιομορφία σε κοινοτικό επίπεδο ως προς την εφαρμογή των διαλαμβανομένων σ’ αυτή λόγων αποκλεισμού, στο μέτρο που τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να μην εφαρμόσουν καθόλου αυτούς τους λόγους αποκλεισμού ή ακόμη να τους ενσωματώσουν στην εθνική κανονιστική ρύθμιση με βαθμό αυστηρότητας που μπορεί να διαφέρει κατά περίπτωση. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να καταστήσουν πιο ελαστικά ή πιο ευέλικτα τα κριτήρια του άρθρου 29 της οδηγίας. Στους εθνικούς κανόνες εναπόκειται, επομένως, να προσδιορίσουν το περιεχόμενο των εν λόγω υποχρεώσεων, καθώς και τις προϋποθέσεις εκπληρώσεώς τους. Εναπόκειται, επίσης, στους εθνικούς κανόνες να καθορίσουν μέχρι ποιου χρονικού σημείου ή εντός ποιας προθεσμίας πρέπει οι ενδιαφερόμενοι να έχουν καταβάλει τις αντίστοιχες των υποχρεώσεών τους οφειλές ή να αποδείξουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις μιας εκ των υστέρων τακτοποιήσεως. Πάντως, οι αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλουν να καθορίζεται αυτή η προθεσμία με απόλυτη βεβαιότητα και να δημοσιοποιείται, έτσι ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να γνωρίζουν επακριβώς τις απαιτήσεις της διαδικασίας και να έχουν την πεποίθηση ότι οι ίδιες απαιτήσεις ισχύουν για όλους τους διαγωνιζομένους. Εξάλλου, απλώς και μόνον η έναρξη καταβολής στο δεδομένο χρονικό σημείο ή η απόδειξη της προθέσεως καταβολής, ή ακόμη η απόδειξη της χρηματοπιστωτικής ικανότητας τακτοποιήσεως πέραν του σημείου αυτού δεν είναι δυνατό να αρκούν. (βλ. σκέψεις 23-24, 31-33, 40 και διατακτ.)


ΔΕΚ/C-458/2003

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών — Οδηγία 92/50 — Πεδίο εφαρμογής — Παραχώρηση δημόσιων υπηρεσιών διαχειρίσεως δημόσιου χώρου σταθμεύσεως επί πληρωμή — Δεν εμπίπτει (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 2. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Ίση μεταχείριση — Δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Διατάξεις της Συνθήκης — Πεδίο εφαρμογής — Συμφωνίες παραχωρήσεως δημόσιων υπηρεσιών — Εμπίπτουν — Όρια — Εξέταση κατά περίπτωση (Άρθρα 12 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Η ανάθεση από δημόσια αρχή της διαχειρίσεως δημόσιου χώρου σταθμεύσεως επί πληρωμή σε παρέχοντα υπηρεσίες, ο οποίος αμείβεται από τα τέλη που καταβάλλουν τρίτοι για τη χρήση του χώρου σταθμεύσεως, συνιστά παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας, επί της οποίας δεν εφαρμόζεται η οδηγία 92/50/ΕΟΚ για το συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών. (βλ. σκέψη 43, διατακτ. 1) 2. Οι δημόσιες αρχές που συνάπτουν συμφωνίες παραχωρήσεως δημόσιων υπηρεσιών υποχρεούνται να τηρούν τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης ΕΚ εν γένει, ιδίως δε τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, και την αρχή του άρθρου 12 ΕΚ περί απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας ειδικότερα, που αποτελούν ειδικότερες εκφάνσεις της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας συνεπάγονται, μεταξύ άλλων, υποχρέωση διαφάνειας η οποία συνίσταται στη διασφάλιση, υπέρ όλων των πιθανών αναδόχων, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό, καθώς και τον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού. Εντούτοις, η εφαρμογή των κανόνων των άρθρων 12 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, καθώς και των γενικών αρχών των οποίων αποτελούν την ειδικότερη έκφραση, αποκλείεται αν ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως ασκεί επί του αναδόχου έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών και αν, συγχρόνως, ο ανάδοχος πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με τον ή τους οργανισμούς που τον ελέγχουν. Συναφώς, οι προαναφερθείσες διατάξεις και αρχές απαγορεύουν την παραχώρηση εκ μέρους δημόσιας αρχής, χωρίς προηγούμενο διαγωνισμό, δημόσιας υπηρεσίας σε ανώνυμη εταιρία η οποία προέκυψε από τη μετατροπή ειδικής επιχειρήσεως ανήκουσας στη δημόσια αυτή αρχή, της οποίας ο εταιρικός σκοπός επεκτάθηκε σε νέους και σημαντικούς τομείς, της οποίας το κεφάλαιο πρέπει υποχρεωτικώς, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος από τη μετατροπή, να περιλάβει ξένες επενδύσεις, της οποίας το κατά τόπον πεδίο δραστηριοτήτων επεκτάθηκε σε όλη την ιταλική επικράτεια και στο εξωτερικό, και της οποίας το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ευρύτατες διαχειριστικές εξουσίες που μπορεί να ασκεί αυτόνομα. (βλ. σκέψεις 46-49, 62, 72, διατακτ. 2)


ΝΣΚ/70/2002

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου τα Επικρατείας η Διακήρυξη (Προκήρυξη) του Διαγωνισμού αποτελεί κανονιστική πράξη, η οποία διέπει τον δημόσιο διαγωνισμό και δεσμεύει τόσο τη δημόσια Αρχή, η οποία διενεργεί αυτόν όσο και τους διαγωνιζόμενους.Η παράβαση των διατάξεων (όρων) αυτής συνιστά παράβαση νόμου και οδηγεί σε ακυρότητα των εγκριτικών πράξεων του αποτελέσματος του διαγωνισμού και των κατακυρωτικών αυτού πράξεων (ΣτΕ Ολομ. 2137/1993,ΣτΕ 2162/1990, 3642/1989, 2772/1986, ΣτΕ ολομ. 668/1974 ΣτΕ 1327/1978, 1828/1967, 2518/1964, 414/1955 132/1949, 1630//1950, 1803/19787), υπό την προϋπόθεση ότι η παραβιασθείσα διάταξη (όρος), το μεν δεν αντίκειται στην κείμενη νομοθεσία (καθόσον άλλως είναι ανίσχυρη - ΣτΕ 1754/1996, 697/1951 μ 569/1947, 928/1936), το δε αποβλέπει στην ουσιώδη εξυπηρέτηση του δια της δημοπρασίας επιδιωκόμενου σκοπού (Βλ. Μ. Καραναστάση : Οι προμήθειες του Δημοσίου κ.λ.π. σελ. 37 σημ, 8. σελ. 79 σημ. 9, ΣτΕ 98/1962, 1668/1954).Σημειώνεται  ότι οι όροι της Διακήρυξης πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά (ΣτΕ 1630/1950).Σε περίπτωση που η ίδια η Διακήρυξη χρησιμοποιεί όρους όπως «Με ποινή αποκλεισμού οι προμηθευτές πρέπει...», «Η μη προσκόμιση δικαιολογητικών ... συνεπάγεται τον αποκλεισμό από τον διαγωνισμό», «Με ποινή απαραδέκτου οι συμμετέχοντες πρέπει ...» και άλλους παρόμοιους, είναι προφανές ότι οι όροι αυτοί θεωρούνται ουσιώδεις και συνεπώς οποιαδήποτε απόκλιση της προσφοράς από αυτούς οδηγεί σε απόρριψη της.

ΔΕΚ/C-107/1992

Περίληψη Το άρθρο 9, περίπτωση δ', της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, επιτρέπει, σε εξαιρετικές περιστάσεις, παρεκκλίσεις από τους κοινούς κανόνες και ιδίως αυτούς που αφορούν τη δημοσιότητα. Οι παρεκκλίσεις αυτές, ωστόσο, δεν μπορούν να ισχύσουν όταν οι αναθέτουσες αρχές διαθέτουν επαρκή χρόνο για την τήρηση της ταχείας διαδικασίας διαγωνισμού, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 15 της οδηγίας.


ΔΕΚ/C-215/2017

Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων:Στην υπόθεση C‑215/17, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Vrhovno sodišče (Ανώτατο Δικαστήριο, Σλοβενία) με απόφαση της 11ης Απριλίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Απριλίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα, και το άρθρο 432, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, έχουν την έννοια ότι δεν εφαρμόζονται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει σε τράπεζα που τέλεσε υπό τη δεσπόζουσα επιρροή προσώπου δημοσίου δικαίου την υποχρέωση να δημοσιοποιεί δεδομένα που αφορούν συμβάσεις παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, δικηγορικών υπηρεσιών και υπηρεσιών διανοητικής φύσεως τις οποίες συνήψε το διάστημα κατά το οποίο τελούσε υπό τη δεσπόζουσα αυτή επιρροή, χωρίς να αναγνωρίζεται καμία εξαίρεση για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου της τράπεζας αυτής, και, ως εκ τούτου, οι ανωτέρω διατάξεις δεν αντιτίθενται σε μια τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση.


ΔΕΚ/C-340/2002

Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση να παρεκκλίνει της υποχρεώσεως της προηγουμένης δημοσιεύσεως όταν η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και πρέπει να ανατεθεί στον επιτυχόντα ή σε έναν από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας, το σε βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την απόκλιση το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η έκφραση «αποτελεί συνέχεια κανονισμού», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται άμεσος λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ του διαγωνισμού και της οικείας συμβάσεως. Τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται, στο πλαίσιο σχεδίου με πολλές φάσεις, μεταξύ διαγωνισμού που αφορά την πρώτη φάση και διοργανώθηκε για τους σκοπούς αναθέσεως της συναφούς με τη φάση αυτή συμβάσεως και της συμβάσεως επόμενης φάσης, ως προς την οποία η αναθέτουσα αρχή διατηρεί απλώς τη δυνατότητα να αναθέσει στον νικητή του εν λόγω διαγωνισμού. (βλ. σκέψεις 37-38, 40-41)


ΔΕΚ/C-57/2001

Περίληψη 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει τη μεταβολή της συνθέσεως μιας κοινοπραξίας που μετέχει σε διαγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων ή παραχωρήσεως δημοσίων έργων μετά την υποβολή της προσφοράς. Συγκεκριμένα, η ρύθμιση της συνθέσεως αυτού του είδους των κοινοπραξιών εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, καθότι το άρθρο 21 της εν λόγω οδηγίας, μοναδική διάταξη που αφορά τις κοινοπραξίες των εργοληπτών, περιορίζεται, αφενός, να αναφέρει ότι οι κοινοπραξίες επιτρέπεται να υποβάλλουν προσφορές και, αφετέρου, να απαγορεύσει την υποχρέωση να περιβληθούν συγκεκριμένη νομική μορφή προτού ανατεθεί η σύμβαση στην επιλεγείσα κοινοπραξία, και δεν περιέχει καμία διάταξη σχετική με τη σύνθεση αυτή. ( βλ. σκέψεις 60-61, 63, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, επιβάλλει στα κράτη μέλη, με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, την υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται, όσον αφορά τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών κοινοτικών οδηγιών, ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών, για τον λόγο ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν είτε το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων είτε τους εθνικούς κανόνες που μεταφέρουν το δίκαιο αυτό στην εσωτερική έννομη τάξη. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες προσφυγής μπορούν να κινηθούν τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση κρατικών προμηθειών ή δημοσίων έργων και υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση. Συναφώς, μια κοινοπραξία εργοληπτών πρέπει να μπορεί να ασκήσει τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπει η οδηγία 89/665, στο μέτρο που μια απόφαση της αναθέτουσας αρχής προσβάλλει τα δικαιώματα που η κοινοπραξία αυτή αντλεί από το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. ( βλ. σκέψεις 64-65, 73, διατακτ. 2 )


ΕλΣυν/Τμ.7/80/2012

Με το ν. 3316/2005 ο νομοθέτης άλλαξε τον τρόπο προσδιορισμού της τελικής αμοιβής του μελετητή, σε σχέση με τις ρυθμίσεις ν. 716/1977, σύμφωνα με τις οποίες γινόταν μεν προεκτίμηση αυτής (αμοιβής), πλην όμως η προεκτιμώμενη αυτή αμοιβή δεν αντιστοιχούσε, απαραιτήτως, στην τελικώς καταβαλλόμενη αμοιβή, αφού αυτή εξαρτάτο από αστάθμητους παράγοντες, όπως ο προϋπολογισμός του υπό κατασκευή έργου.Ειδικότερα, στο πλαίσιο της ανάγκης προσδιορισμού του συμβατικού και του οικονομικού αντικειμένου της σύμβασης, με τις νέες ρυθμίσεις προβλέπεται ότι η ελάχιστη αμοιβή του αναδόχου (η οικονομική του προσφορά) δεν δύναται να υπολείπεται της προεκτιμώμενης αμοιβής, όπως αυτή προκύπτει από τον Κανονισμό Προεκτιμώμενων Αμοιβών μελετών και υπηρεσιών. Ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις αναθέτουσες αρχές και στις περιπτώσεις της διαδικασίας με διαπραγμάτευση.Συνεπώς και κατά τη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, που προβλέπεται στο άρθρο 209 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ. Τούτο δε διότι η διάταξη αυτή, με την οποία παρέχεται έρεισμα για την ανάθεση των μελετών κατά παρέκκλιση της τακτικής διαδικασίας, είναι στενά ερμηνευτέα. Κατ' ακολουθίαν, για την εφαρμογή της (30% επί του ανωτάτου ορίου αμοιβής Πτυχίου Α΄ Τάξης, ανά κατηγορία μελέτης) απαιτείται να προηγηθεί ο σαφής καθορισμός του ύψους της προεκτιμώμενης αμοιβής, όπως αυτός προκύπτει από τον ως άνω Κανονισμό. Ως εκ τούτου, όταν ο νομοθέτης ορίζει την εφαρμογή της κατά παρέκκλιση των διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας περί εκπόνησης μελετών, δεν αναφέρεται στο σύνολο των διατάξεων του ν. 3316/2005, αλλά η εξαίρεση αφορά μόνο στην παρέκκλιση από την τακτική διαδικασία ανάθεσης (βλ. πράξεις VII Τμ. 137, 168/2011).


ΔΕΚ/ C-20/2001 και C-28/2001

Περίληψη 1. Στο πλαίσιο της ασκήσεως των εκ του άρθρου 226 ΕΚ αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδεικνύει την ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντος. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία των εξουσιών της Επιτροπής. Αποστολή της Επιτροπής, προς το γενικό κοινοτικό συμφέρον, είναι να μεριμνά αυτεπαγγέλτως για την εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, της Συνθήκης και των διατάξεων που θεσπίζουν τα κοινοτικά όργανα δυνάμει αυτής και για την αναγνώριση της υπάρξεως τυχόν παραβάσεων των εξ αυτών απορρεουσών υποχρεώσεων, με σκοπό την παύση τους. Κατά συνέπεια, ενόψει του ρόλου της ως θεματοφύλακα της Συνθήκης, η Επιτροπή είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει αν είναι σκόπιμο να κινήσει τη διαδικασία αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους και κατά ποιας πράξεως ή παραλείψεως καταλογιστέας στο οικείο κράτος μέλος πρέπει να κινηθεί η διαδικασία αυτή. Επομένως, μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να διαπιστώσει παράβαση η οποία συνίσταται στο ότι δεν επιτεύχθηκε, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, το επιδιωκόμενο με την οδηγία αποτέλεσμα. ( βλ. σκέψεις 29-30 ) 2. Η προστασία του περιβάλλοντος ενδέχεται να αποτελεί λόγο τεχνικής φύσεως υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, που προβλέπει ότι οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση και χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως όταν, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η εκτέλεση των υπηρεσιών μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Εντούτοις, η ακολουθούμενη λόγω της υπάρξεως ενός τέτοιου τεχνικού λόγου διαδικασία πρέπει να τηρεί όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. ( βλ. σκέψεις 59-60, 62 )