ΔΕΚ/C-157/2006
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/C-29/2004
Ένα κράτος μέλος που επιτρέπει την ανάθεση, από οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως, δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών με αντικείμενο τη διάθεση των απορριμμάτων σε εταιρία με αυτοτελή νομική προσωπικότητα η οποία σε ποσοστό 49 % ανήκει σε ιδιωτική επιχείρηση, χωρίς να τηρηθούν οι κανόνες διαδικασίας και δημοσιότητας που προβλέπονται από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 8, και των άρθρων 11, παράγραφος 1, και 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.
Π1/1266/2010
Εξαίρεση της προμήθειας ανταλλακτικών για τις επισκευές των μη μαχητικών αεροσκαφών (Α/Φ) και ελικοπτέρων (Ε/Π) της Πολεμικής Αεροπορίας, από την ένταξη στο Ενιαίο Πρόγραμμα Προμηθειών.
ΔΕΚ/C-337/2008
Περίληψη της αποφάσεως 1.Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία – Όχληση (Άρθρο 226 ΕΚ) 2.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων προμηθειών – Οδηγία 93/36 – Παρεκκλίσεις από τους κοινούς κανόνες – Συσταλτική ερμηνεία (Οδηγία 93/36 του Συμβουλίου, άρθρα 6 §§ 2 και 3) 3.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων προμηθειών – Οδηγίες 77/62 και 93/36 – Σύναψη συμβάσεων (Οδηγίες 93/36 και 77/62 του Συμβουλίου) 1.Κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως διαδικασίας, μολονότι η αιτιολογημένη γνώμη του άρθρου 226 ΕΚ πρέπει να εκθέτει με λογική πληρότητα και λεπτομερώς τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη, προκειμένου περί του εγγράφου οχλήσεως δεν μπορεί να απαιτείται τόσο μεγάλη ακρίβεια, δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό κατ’ ανάγκη συνίσταται σε μια πρώτη σύντομη περίληψη των αιτιάσεων. (βλ. σκέψη 23) 2.Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, η διαδικασία με διαπραγμάτευση έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις. Προς τούτο, το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής απαριθμεί ρητώς και περιοριστικώς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες και μόνον μπορεί να γίνει προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση. Συγκεκριμένα, οι αποκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Προκειμένου η οδηγία 93/36 να μην απολέσει την πρακτική αποτελεσματικότητά της, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, επομένως, να προβλέπουν περιπτώσεις προσφυγής στη διαδικασία με διαπραγμάτευση που δεν προβλέπονται από την οδηγία αυτή ή να συνοδεύουν τις ρητώς προβλεπόμενες από την εν λόγω οδηγία περιπτώσεις με νέους όρους που έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν ευκολότερη την προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία. Εξάλλου, το βάρος αποδείξεως σχετικά με τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται. (βλ. σκέψεις 56-58) 3.Ένα κράτος μέλος, έχοντας καθιερώσει από παλιά και εξακολουθώντας να εφαρμόζει την πρακτική της απευθείας σύναψης συμβάσεων αγοράς ελικοπτέρων ορισμένης εθνικής μάρκας για την κάλυψη των αναγκών πολλών στρατιωτικών και πολιτικών σωμάτων, χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού και, μεταξύ άλλων, χωρίς την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία 93/36 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52 και προέβλεπε προηγουμένως η οδηγία 77/62 περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις οδηγίες 80/767 και 88/295, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές. Μια τέτοιου είδους πρακτική δεν δικαιολογείται από την ύπαρξη «εσωτερικής» σχέσης στην περίπτωση της, έστω και κατά μειοψηφία, συμμετοχής μιας ιδιωτικής επιχείρησης στο κεφάλαιο της εταιρίας που κατασκευάζει τα εν λόγω ελικόπτερα, στην οποία συμμετέχει και η οικεία αναθέτουσα αρχή κατά τρόπο που να μην έχει τη δυνατότητα να ασκεί επί της εταιρίας αυτής έλεγχο ανάλογο προς αυτόν που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες. Εξάλλου, όσον αφορά τις θεμιτές επιταγές εθνικού συμφέροντος που προβλέπουν τα άρθρα 296 ΕΚ και 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/36, καθόσον τα ελικόπτερα αυτά είναι προϊόντα διπλής χρήσεως, κάθε κράτος μέλος δύναται, δυνάμει του άρθρου 296, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ, να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας του, που αφορούν την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι τα μέτρα αυτά δεν αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς σχετικά με τα προϊόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς. Επομένως, κατά την αγορά εξοπλισμού, ο οποίος δεν προορίζεται με βεβαιότητα να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς, πρέπει απαραιτήτως να τηρούνται οι κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Κατά την προμήθεια ελικοπτέρων από στρατιωτικά σώματα για πολιτική χρήση πρέπει να τηρούνται οι ίδιοι κανόνες. (βλ. σκέψεις 38-41, 46-49, 60 και διατακτ.)
ΝΣΚ/240/2006
Υποχρέωση των τελικών δικαιούχων των πράξεων, που εντάσσονται σε επιχειρησιακό πρόγραμμα του Γ΄ ΚΠΣ, να τηρούν κατά την υλοποίηση των πράξεων αυτών, όχι μόνον την κοινοτική αλλά και την εθνική νομοθεσία που ρυθμίζει τις δημόσιες συμβάσεις.Κατά την υλοποίηση των πράξεων που εντάσσονται σε επιχειρησιακό πρόγραμμα του Γ΄ ΚΠΣ κατά τις διατάξεις του Ν 2860/2000 (ΦΕΚ Α΄ 251), που χρηματοδοτούνται από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, οι τελικοί δικαιούχοι των πράξεων αυτών, είτε εμπίπτουν, είτε δεν εμπίπτουν στα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, ως προς τα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν τα δημόσια έργα και τις προμήθειες κατά την ανάθεση και σύναψη των αντίστοιχων συμβάσεων υπ’ αυτών, είτε εμπίπτουν ή δεν εμπίπτουν στην έννοια του όρου «δημόσιες υπηρεσίες ή οργανισμοί» του α’ εδαφίου της παρ.7 του άρθρου 19 του ΠΔ 774/1980, υποχρεούνται να τηρούν για τα έργα που εκτελούν και τις συμβάσεις προμηθειών που υπογράφουν, εκτός από την κοινοτική νομοθεσία, συμπληρωματικώς και επικουρικώς και τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας για τα δημόσια έργα και τις προμήθειες (Ν 1418/1984, 2286/1985, 2362/1995, όπως ισχύουν και των σε εκτέλεση αυτών εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων) και υπάγονται για τις πιο πάνω συμβάσεις δημοσίων έργων και προμηθειών στον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τις διατάξεις της παρ.7 του άρθρου 19 του ΠΔ 774/1980, όπως ισχύει.
ΔΕΚ-Τ-258/2006
«Διατάξεις που εφαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις – Σύναψη δημοσίων συμβάσεων μη υποκείμενων ή εν μέρει υποκείμενων στις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων – Ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής – Πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή – Πράξη προοριζόμενη να παράγει έννομα αποτελέσματα» Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η ανακοίνωση δεν περιέχει νέους κανόνες συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων, που να βαίνουν πέραν των υποχρεώσεων που απορρέουν από την υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ανακοίνωση παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να επηρεάσουν τη νομική κατάσταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των παρεμβαινόντων, και, ως εκ τούτου, η προσφυγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
ΕΣ/Τ7/52/2008
Σε κάθε περίπτωση όμως η σύμπραξη ν.π.ι.δ. (αναπτυξιακής επιχείρησης Ο.Τ.Α.) δεν μπορεί να οδηγεί σε καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων που ορίζουν την τήρηση διαδικασίας διαγωνισμού. Τούτο άλλωστε είναι συμβατό όχι μόνο με την εθνική, αλλά και με την κοινοτική νομοθεσία, αλλά και με τις γενικές αρχές που διέπουν την ανάθεση των εν λόγω συμβάσεων, όπως οι αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, της διαφάνειας, του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ύπαρξης ανταγωνιστικής διαδικασίας ως επιλογή διαδικασίας για την ανάθεση των συμβάσεων και της ειδικής αιτιολόγησης της εφαρμογής εξαιρετικής διαδικασίας (με προεπιλογή, με διαπραγμάτευση ή απευθείας ανάθεση). Και ναι μεν, η συμμετοχή της αναπτυξιακής επιχείρησης σε μία προγραμματική σύμβαση δύναται να συνίσταται στην υλοποίηση του ανατιθέμενου συμβατικού αντικειμένου, ωστόσο η αναπτυξιακή επιχείρηση δεν μπορεί να αναθέσει περαιτέρω το συμβατικό αντικείμενο σε τρίτους ιδιώτες κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί δημόσιων διαγωνισμών (βλ. Πρακτικά 32ης Συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2004, Πράξεις VII Τμ. 195, 227/2006).
ΔΕΚ/C-327/2000
Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων - Οδηγία 89/665 - Προσφυγή ασκηθείσα από υποβαλόντα προσφορά κατά αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής με την οποία αυτός αποκλείστηκε από διαδικασία προς υποβολή προσφορών - Ισχυρισμός αντλούμενος από το ασύμβατο της προκηρύξεως διαγωνισμού με το κοινοτικό δίκαιο - Παραδεκτό παρά την παρέλευση της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής κατά της εν λόγω προκηρύξεως - Προϋπόθεση - Συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής αποσκοπούσα στο να στερηθεί ο υποβαλών προσφορά των δικαιωμάτων που του χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη.
ΔΕΚ-C-318/1994
Η δυνατότητα, την οποία προβλέπει η οδηγία 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, στο άρθρο 9, στοιχείο δ', της αρχικής μορφής της και κατόπιν στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ', της μορφής που έλαβε μετά την τροποποίησή της από την οδηγία 89/440, να παρακάμπτεται η διαδικασία δημοπρατήσεως προκειμένου να γίνει προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, εξαρτάται από τη συνδρομή πολλών σωρευτικών προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων η ύπαρξη απροβλέπτου γεγονότος. Αν μια από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση δεν δικαιολογείται. Δεν συνιστά απρόβλεπτο γεγονός το ότι ένας φορέας κράτους μέλους, ο οποίος πρέπει να δώσει, στο πλαίσιο της προβλεπομένης από την εθνική νομοθεσία διαδικασίας εγκρίσεως των σχεδίων δημοσίων έργων, τη συγκατάθεσή του για συγκεκριμένο σχέδιο, προβάλλει, πριν από την προς τούτο προβλεπομένη οριακή ημερομηνία, αντιρρήσεις για λόγους που δικαιούται να επικαλεστεί. Παραβαίνει επομένως τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας το κράτος μέλος του οποίου οι αρμόδιες αρχές, μετά τη μη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων κατά την ανοικτή διαδικασία λόγω της καθυστερήσεως που προκάλεσε η άρνηση ενός φορέα να δώσει την έγκρισή του για τα αρχικώς προβλεπόμενα σχέδια έργων, αναθέτουν τμήμα της συμβάσεως ακολουθώντας τη διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού.
ΔΕΚ/C-71/1992
Περίληψη 1. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες 71/305 και 77/62, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη των συμβάσεων αφενός δημοσίων έργων και αφετέρου δημοσίων προμηθειών, το κράτος μέλος το οποίο * εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής ρυθμίσεως περί δημοσίων συμβάσεων τις συναλλαγές της διοικήσεως με ιδιώτες όσον αφορά αγαθά ή δικαιώματα, η εμπορία των οποίων ρυθμίζεται από διατάξεις νόμου, ή ελεγχόμενα προϊόντα ή προϊόντα υποκείμενα σε μονοπώλιο ή απαγορευμένα προϊόντα, μολονότι οι εξαιρέσεις αυτές δεν καταλέγονται μεταξύ των εξαιρέσεων που απαριθμεί περιοριστικά και επιτρέπει ρητά η οδηγία 77/62 και μολονότι οι ιδιαιτερότητες των προμηθειών αυτών δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, τέτοιες, ώστε να επιτρέπεται η πλήρης εξαίρεση των σχετικών συμβάσεων από τη ρύθμιση περί δημοσίων συμβάσεων, * εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής ρυθμίσεως περί δημοσίων συμβάσεων τις συμβάσεις για τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητή εξαίρεση, μολονότι οι μόνες επιτρεπόμενες εξαιρέσεις από τις προαναφερθείσες οδηγίες προβλέπονται περιοριστικά και ρητά από τις οδηγίες αυτές και μολονότι κατά τη μεταφορά των οδηγιών πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις σαφήνειας και ακρίβειας, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με οποιαδήποτε διατύπωση που θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι, πέραν των εξαιρέσεων που επιτρέπουν οι οδηγίες και που επαναλαμβάνονται από την εθνική νομοθεσία, επιτρέπεται να προβλεφθούν και άλλες, * επιτρέπει τη σύναψη των συμβάσεων με απευθείας ανάθεση και σε άλλες περιπτώσεις, πέραν των περιοριστικώς προβλεπομένων από τις οδηγίες, ή εξαρτά την εφαρμογή της διαδικασίας της απευθείας αναθέσεως από λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις απ' ό,τι οι οδηγίες, * επιβάλλει ορισμένους τρόπους αποδείξεως της δικαιοπρακτικής ικανότητας των υποβαλλόντων προσφορές που δεν προβλέπονται από τις οδηγίες, * επιβάλλει στις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών που επιλέγουν ορισμένα από τα μέσα αποδείξεως της ικανότητάς τους που προβλέπονται στην οδηγία 71/305 ορισμένες προϋποθέσεις που δεν προβλέπει η οδηγία αυτή, * προβλέπει ότι, για την κατάταξη των επιχειρήσεων, θα αξιολογούνται κατά προτίμηση τα χρηματοοικονομικά μέσα και τα μέσα από άποψη προσωπικού και υλικού που διαθέτουν εντός της εθνικής επικράτειας, μολονότι η οδηγία 71/305 δεν του επιτρέπει να καθιερώνει τέτοιας φύσεως κριτήρια, * δεν αναγνωρίζει, κατά παράβαση των οδηγιών, την αξία των πιστοποιητικών που έχουν εκδώσει οι αρχές άλλων κρατών μελών σχετικά με την ικανότητα των επιχειρήσεων, * απαλλάσσει από την υποχρέωση συστάσεως εγγυήσεως τις επιχειρήσεις μόνο των οποίων η ικανότητα προκύπτει από την εγγραφή τους σε δικούς του καταλόγους κατατάξεως, * δεν τηρεί, όσον αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές που προβλέπονται για τις συμβάσεις προμηθειών, τη σειρά προτιμήσεως των κανόνων, την οποία προβλέπει η οδηγία 77/62. 2. Από το γεγονός ότι το άρθρο 1, στοιχείο α', της οδηγίας 71/305 παραπέμπει, σε σχέση με τον ορισμό των συμβάσεων δημοσίων έργων στις οποίες εφαρμόζεται, στο άρθρο 2 της οδηγίας 71/304, περί της καταργήσεως των περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων και των περιορισμών στην ανάθεση συμβάσεων δημοσίων έργων μέσω πρακτορείων ή υποκαταστημάτων, προκύπτει ότι η πρώτη αναφερθείσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που αφορούν βιομηχανικές εγκαταστάσεις φύσεως μηχανολογικής, ηλεκτρολογικής και παραγωγής ενεργείας, με εξαίρεση του μέρους των εγκαταστάσεων αυτών το οποίο ανάγεται στον τομέα της τεχνικής των δομικών κατασκευών, και τις συμβάσεις που αφορούν έργα εκσκαφών, γεωτρήσεως, εκβαθύνσεως και εκκενώσεως των εκχωματώσεων, τα οποία εκτελούνται με σκοπό την εξόρυξη ορυκτών υλών (εξορυκτικές βιομηχανίες).
ΔΕΚ/C-444/2006
Το Βασίλειο της Ισπανίας, μη προβλέποντας υποχρεωτική προθεσμία για την κοινοποίηση, εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής προς όλους τους συμμετέχοντες στον διαγωνισμό, της απόφασης ανάθεσης μιας σύμβασης και μη προβλέποντας υποχρεωτική προθεσμία αναμονής μεταξύ της ανάθεσης και της σύναψης της σχετικής σύμβασης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992.