ΔΑ4Β/Φ204/2 /οικ. 42945/2015
Τύπος: Εγκύκλιοι
Διαδικασία υποβολής αιτημάτων ασφαλισμένων για απόδοση δαπάνης για ιατρικώς αναγκαία περίθαλψη που τους παρασχέθηκε σε Κράτος – Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΟΧ, Ελβετία κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής σε αυτό (ΑΔΑ:ΩΜΘΞΟΞ7Μ-Ψ6Τ )
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΙΠΣΥΝ/Φ1/5/642717/2016
«Άσκηση αυτοτελούς δραστηριότητας σε κράτος μέλος της Ε.Ε. , ΕΟΧ, Ελβετίας και συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή αναπηρίας από τον ΟΑΕΕ»(ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 9) (ΑΔΑ:76Ψ54691Ω3-Γ44)
Ν.4332/2015
Τροποποίηση διατάξεων Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας− Τροποποίηση του Ν. 4251/2014 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2011/98/ΕΕ σχετικά με την ενιαία διαδικασία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση στους πολίτες τρίτων χωρών ενιαίας άδειας διαμονής και εργασίας στην επικράτεια κράτους−μέλους και σχετικά με κοινό σύνολο δικαιωμάτων για τους εργαζομένους από τρίτες χώρες που διαμένουν νομίμως σε κράτος−μέλος και 2014/36/ ΕΕ σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής πολιτών τρίτων χωρών με σκοπό την εποχιακή εργασία και άλλες διατάξεις.
Αριθμ. 1493/2015
Διάρθρωση της Υπηρεσίας Διαχείρισης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων Ασύλου, Υποδοχής και Ένταξης (Υ.Δ.Ε.Π.Α.Υ.Ε.) του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (τομέας μετανάστευσης) του άρθρου 9 του Ν. 4332/2015 (ΦΕΚ 76/Α΄/9−07−2015) «Τροποποίηση διατάξεων Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας − Τροποποίηση του Ν. 4521/2014 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2011/98 / ΕΕ σχετικά με την ενιαία διαδικασία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση στους πολίτες τρίτων χωρών ενιαίας άδειας διαμονής και εργασίας στην επικράτεια κράτους− μέλους και σχετικά με κοινό σύνολο δικαιωμάτων για τους εργαζομένους από τρίτες χώρες που διαμένουν νομίμως σε κράτος−μέλος και 2014/36/ ΕΕ σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής πολιτών τρίτων χωρών με σκοπό την εποχιακή εργασία και άλλες διατάξεις».
Αριθμ. 1498/2015
Προσδιορισμός τυπικών και ουσιαστικών προσόντων του προσωπικού για τη στελέχωση της Υπηρεσίας Διαχείρισης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων Ασύλου, Υποδοχής και Ένταξης (Υ.Δ.Ε.Π.Α.Υ.Ε.) του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (τομέας μετανάστευσης) του άρθρου 9 του Ν. 4332/ 2015 (ΦΕΚ 76/Α΄/9−07−2015) «Τροποποίηση διατάξεων Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας − Τροποποίηση του Ν. 4521/ 2014 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2011/98/ΕΕ σχετικά με την ενιαία διαδικασία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση στους πολίτες τρίτων χωρών ενιαίας άδειας διαμονής και εργασίας στην επικράτεια κράτους− μέλους και σχετικά με κοινό σύνολο δικαιωμάτων για τους εργαζομένους από τρίτες χώρες που διαμένουν νομίμως σε κράτος−μέλος και 2014/36/ ΕΕ σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής πολιτών τρίτων χωρών με σκοπό την εποχιακή εργασία και άλλες διατάξεις. (ΕΠΑΝΑΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ)
ΔΕΚ/C-385/2002
Οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37, περί συντoνισμoύ των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημoσίων έργων, οι οποίες επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της δυνατότητας ασκήσεως των αναγνωριζόμενων από τη Συνθήκη δικαιωμάτων στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, ενώ το βάρος αποδείξεως του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την παρέκκλιση φέρει αυτός που επικαλείται τις εν λόγω διατάξεις. Από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, κατά το οποίο οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις έργων προσφεύγοντας στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, «για τα έργα η εκτέλεση των οποίων, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, είναι δυνατόν να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο εργολήπτη», προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να αποδεικνύει ότι τεχνικοί λόγοι καθιστούν αναγκαία τη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων με τον εργολήπτη της αρχικής συμβάσεως.
ΔΕΚ/C-337/2008
Περίληψη της αποφάσεως 1.Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία – Όχληση (Άρθρο 226 ΕΚ) 2.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων προμηθειών – Οδηγία 93/36 – Παρεκκλίσεις από τους κοινούς κανόνες – Συσταλτική ερμηνεία (Οδηγία 93/36 του Συμβουλίου, άρθρα 6 §§ 2 και 3) 3.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων προμηθειών – Οδηγίες 77/62 και 93/36 – Σύναψη συμβάσεων (Οδηγίες 93/36 και 77/62 του Συμβουλίου) 1.Κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως διαδικασίας, μολονότι η αιτιολογημένη γνώμη του άρθρου 226 ΕΚ πρέπει να εκθέτει με λογική πληρότητα και λεπτομερώς τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη, προκειμένου περί του εγγράφου οχλήσεως δεν μπορεί να απαιτείται τόσο μεγάλη ακρίβεια, δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό κατ’ ανάγκη συνίσταται σε μια πρώτη σύντομη περίληψη των αιτιάσεων. (βλ. σκέψη 23) 2.Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, η διαδικασία με διαπραγμάτευση έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις. Προς τούτο, το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής απαριθμεί ρητώς και περιοριστικώς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες και μόνον μπορεί να γίνει προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση. Συγκεκριμένα, οι αποκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Προκειμένου η οδηγία 93/36 να μην απολέσει την πρακτική αποτελεσματικότητά της, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, επομένως, να προβλέπουν περιπτώσεις προσφυγής στη διαδικασία με διαπραγμάτευση που δεν προβλέπονται από την οδηγία αυτή ή να συνοδεύουν τις ρητώς προβλεπόμενες από την εν λόγω οδηγία περιπτώσεις με νέους όρους που έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν ευκολότερη την προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία. Εξάλλου, το βάρος αποδείξεως σχετικά με τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται. (βλ. σκέψεις 56-58) 3.Ένα κράτος μέλος, έχοντας καθιερώσει από παλιά και εξακολουθώντας να εφαρμόζει την πρακτική της απευθείας σύναψης συμβάσεων αγοράς ελικοπτέρων ορισμένης εθνικής μάρκας για την κάλυψη των αναγκών πολλών στρατιωτικών και πολιτικών σωμάτων, χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού και, μεταξύ άλλων, χωρίς την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία 93/36 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52 και προέβλεπε προηγουμένως η οδηγία 77/62 περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις οδηγίες 80/767 και 88/295, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές. Μια τέτοιου είδους πρακτική δεν δικαιολογείται από την ύπαρξη «εσωτερικής» σχέσης στην περίπτωση της, έστω και κατά μειοψηφία, συμμετοχής μιας ιδιωτικής επιχείρησης στο κεφάλαιο της εταιρίας που κατασκευάζει τα εν λόγω ελικόπτερα, στην οποία συμμετέχει και η οικεία αναθέτουσα αρχή κατά τρόπο που να μην έχει τη δυνατότητα να ασκεί επί της εταιρίας αυτής έλεγχο ανάλογο προς αυτόν που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες. Εξάλλου, όσον αφορά τις θεμιτές επιταγές εθνικού συμφέροντος που προβλέπουν τα άρθρα 296 ΕΚ και 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/36, καθόσον τα ελικόπτερα αυτά είναι προϊόντα διπλής χρήσεως, κάθε κράτος μέλος δύναται, δυνάμει του άρθρου 296, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ, να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας του, που αφορούν την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι τα μέτρα αυτά δεν αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς σχετικά με τα προϊόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς. Επομένως, κατά την αγορά εξοπλισμού, ο οποίος δεν προορίζεται με βεβαιότητα να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς, πρέπει απαραιτήτως να τηρούνται οι κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Κατά την προμήθεια ελικοπτέρων από στρατιωτικά σώματα για πολιτική χρήση πρέπει να τηρούνται οι ίδιοι κανόνες. (βλ. σκέψεις 38-41, 46-49, 60 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-355/1998
Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-57/1994
Προσέγγιση νομοθεσιών * Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων * Οδηγία 71/305 * Παρεκκλίσεις από τους κοινούς κανόνες * Στενή ερμηνεία * 'Υπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων * Βάρος αποδείξεως.1. Οσάκις προσφυγή ασκηθείσα βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης κηρύσσεται απαράδεκτη με το αιτιολογικό ότι το δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής στηρίζεται σε αιτίαση διαφορετική από εκείνη που περιέχεται στην αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή μπορεί να θεραπεύσει την πλημμέλεια που διαπίστωσε το Δικαστήριο με την άσκηση, όσον αφορά τα ίδια πραγματικά περιστατικά, νέας προσφυγής στηριζομένης στις ίδιες αιτιάσεις, λόγους και επιχειρήματα με την αρχικώς εκδοθείσα αιτιολογημένη γνώμη, χωρίς να χρειάζεται να κινήσει εκ νέου ολόκληρη την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία ή να εκδώσει συμπληρωματική γνώμη. 2. Οι διατάξεις του άρθρου 9 της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη των συμβάσεων δημοσίων έργων, οι οποίες επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των αναγνωριζομένων από τη Συνθήκη δικαιωμάτων στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Το βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι δικαιολογούσες την παρέκκλιση εξαιρετικές περιστάσεις το φέρει όποιος τις επικαλείται. Λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 9, σημείο β', της οδηγίας, δυνάμει του οποίου οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις έργων χωρίς να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας, και ιδίως εκείνες που προβλέπουν τη δημοσίευση προκηρύξεως, "όταν για τεχνικούς ή καλλιτεχνικούς λόγους ή για λόγους σχετιζομένους με την προστασία των δικαιωμάτων αποκλειστικότητας τα έργα δύνανται να εκτελεστούν μόνο από ορισμένο ανάδοχο", το κράτος μέλος οφείλει, για να δικαιολογήσει την προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας αναθέσεως, όχι μόνον να αποδείξει την ύπαρξη τεχνικών λόγων κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αλλά και να αποδείξει ότι οι τεχνικοί αυτοί λόγοι καθιστούν απολύτως αναγκαία τη σύναψη της επίδικης συμβάσεως με συγκεκριμένη επιχείρηση.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.4/48/2019
Κάλυψη δαπανών νοσηλείας:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν το Κλιμάκιο, λαμβάνοντας υπόψη τα αναφερόμενα στο ανωτέρω έγγραφο που προσκομίστηκε (..... έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υποθέσεων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), κρίνει τα εξής: Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, για την κάλυψη των δαπανών νοσηλείας του ασθενούς και του δότη στο επίμαχο νοσηλευτικό κέντρο, εκδόθηκε το έντυπο βεβαίωσης δικαιώματος σε προγραμματισμένη ιατρική θεραπευτική αγωγή στο εξωτερικό (S2), το οποίο, σύμφωνα με το .... έγγραφο του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., γίνεται αποδεκτό από το εν λόγω κέντρο, καθώς αυτό συμβάλλεται με το ιταλικό δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα. Στην περίπτωση δε που τα έντυπα Ε.Ε. γίνονται αποδεκτά, ο ασφαλισμένος, ο οποίος λαμβάνει την έγκριση του αρμόδιου φορέα για να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος ώστε να υποβληθεί στην κατάλληλη θεραπεία, όπως εν προκειμένω, λαμβάνει παροχές σε είδος, που χορηγεί, για λογαριασμό του αρμόδιου φορέα, ο φορέας του τόπου διαμονής, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας που εφαρμόζει, ως εάν ήταν ασφαλισμένος δυνάμει της νομοθεσίας αυτής (βλ. άρθρο 20 του Κανονισμού (ΕΚ) 883/2004), οι παροχές σε είδος που χορηγούνται από τον φορέα ενός κράτους μέλους για λογαριασμό του φορέα άλλου κράτους μέλους αποδίδονται στο ακέραιο μέσω του οργανισμού σύνδεσης, κατόπιν προσκόμισης των σχετικών δικαιολογητικών (άρθρα 35 του Κανονισμού (ΕΚ) 884/2004 και 62,66 του Κανονισμού (ΕΚ) 987/2009), ο δε Ε.Ο.Π.Υ.Υ. δεν αποδίδει καμία επιπλέον δαπάνη που τυχόν δεν καλύπτεται από το έντυπο Ε.Ε. (άρθρο 11 του Ενιαίου Κανονισμού Παροχών Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.). Συνακόλουθα, η εντελλόμενη δαπάνη, η οποία αφορά στην απόδοση ποσού 38.400 ευρώ στο επίμαχο νοσηλευτικό κέντρο, προκειμένου να καλυφθεί η διαφορά μεταξύ της αποζημίωσης που καλύπτεται από το ενωσιακό έντυπο S2 και του πραγματικού κόστους πραγματοποιηθείσας μεταμόσχευσης ήπατος είναι μη νόμιμη, καθώς τούτο δεν προβλέπεται από καμία διάταξη, όπως βασίμως προβάλλεται από την Επίτροπο. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι στο ανωτέρω έγγραφο του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αναφέρεται ότι το ιταλικό σύστημα ασφάλισης επιτρέπει στους Ιταλούς πολίτες να έχουν πρόσβαση στο ... χωρίς χρέωση (όπως και στα δημόσια νοσοκομεία), ότι καμία συμμετοχή ασθενούς δεν θα είχε ζητηθεί σε Ιταλό ασθενή για αυτές τις νοσηλείες, καθώς και ότι η συνολική αποζημίωση που θα λάβει το Νοσοκομείο για τον ασθενή και το δότη του από την Περιφερειακή Κυβέρνηση (η οποία είναι και μοναδική Αρχή που καλύπτει τα έξοδα) θα είναι ίση με 121.023,60 ευρώ, ήτοι μεγαλύτερη του ποσού των 76.621 ευρώ, που, κατά τα αναφερόμενα στο ίδιο έγγραφο, θα λάβει το Νοσοκομείο μέσω του εντύπου S2.9.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη και το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.
Μη αναληθείσα με την ΕΣ/ΤΜ.4/8/2018
ΕΣ/ΤΜ.6/298/2018
Αίτηση ανάκλησης της 339/2017 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...)Παρίσταται εύλογος ο περιλαμβανόμενος στο άρθρο 28.1.2. όρος του σχεδίου της σύμβασης, με τον οποίο προβλέπεται το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης σε βάρος του Δημοσίου και αποζημίωσης του παραχωρησιούχου στην περίπτωση της μονομερούς κατάργησης ή τροποποίησης της σύμβασης παραχώρησης με νόμο, χωρίς την συμφωνία του παραχωρησιούχου, δοθέντος ότι με τον όρο αυτό δεν αποκλείεται καταρχήν η δυνατότητα του Δημοσίου να επέμβει κατά την διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης και να μεταβάλει με νόμο την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον οι ενέργειες αυτές υπαγορεύονται από το δημόσιο συμφέρον και επιβάλλονται για την κάλυψη των γενικών αναγκών των χρηστών. Άλλωστε, αντικείμενο του όρου αυτού αποτελεί η ρύθμιση και μόνο των συνεπειών μιας μονομερούς ενέργειας εκ μέρους του Δημοσίου σε μια σύμβαση παραχώρησης. Εν προκειμένω, ο παραχωρησιούχος – ιδιώτης οφείλει, το μεν να χρηματοδοτήσει με τα αναγκαία ίδια και δανειακά κεφάλαια το έργο αυτό, το δε να κατασκευάσει τα αναγκαία έργα υποδομής καθώς και να λειτουργήσει και να συντηρήσει το Εμπορευματικό Κέντρο για μια περίοδο 60 ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παραχώρησης με αντάλλαγμα το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου. Εξάλλου, λόγω της φύσης της σύμβασης αυτής στον ανάδοχο – παραχωρησιούχο μετακυλίεται ένα μεγάλο μέρος του λεγόμενου «λειτουργικού κινδύνου» που εμπεριέχει την πιθανότητα μη απόδοσης ολόκληρης της επένδυσης, αλλά και μη ανάκτησης του κόστους λειτουργίας των έργων ή της παροχής των υπηρεσιών που του έχουν ανατεθεί. Η απουσία δε μιας τέτοιας προστατευτικής ρύθμισης θα ισοδυναμούσε με ανάληψη από τον παραχωρησιούχο ενός επιπλέον κινδύνου, ο οποίος κείται εκτός της σφαίρας ευθύνης του και επιρροής του. Σε κάθε περίπτωση, με τη διατήρηση του όρου αυτού στο σχέδιο της σύμβασης δεν παρέχεται πλεονέκτημα στον παραχωρησιούχο με την ευνοϊκή του μεταχείριση, ούτε αυτό δύναται να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση υπέρ αυτού κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, για να χαρακτηρισθεί ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου (107 ΣΛΕΕ) πρέπει να πληρούνται σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται από την διάταξη αυτή, ήτοι : α) να πρόκειται για παρέμβαση του Κράτους και η παρέμβαση αυτή πρέπει να γίνεται με κρατικούς πόρους β) να παρέχεται πλεονέκτημα στον αποδέκτη αυτής, υπό την έννοια ότι ευνοούνται συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή ορισμένες παραγωγές γ) η παρέμβαση να είναι ικανή να επηρεάσει τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές και δ) η παρέμβαση αυτή να είναι ικανή να νοθεύσει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Όλες δε οι ως άνω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να χαρακτηρισθεί ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση. (αποφάσεις Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Μαρτίου 1990,C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής «Τubemeuse», Συλλογή 1990, σ.Ι -959, σκέψη 254 της 16ης Μαΐου 2002, C -482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ.Ι-4397, σκέψη 68, και της 24ης Ιουλίου 2003,C 280/00 Αltmark Trans και Regeirungspasidium Magdeburg, Συλλογή 2003, σ. Ι -7747, σκέψη 74, απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Φεβρουαρίου 2006, Τ 34/02 Le Levant 001κ.λ.π. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ.ΙΙ 267, σκέψη 110). Εξάλλου, αποζημίωση καταβαλλόμενη για την αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε από το Κράτος Μέλος δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ.1 ΣΛΕΕ. (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου επί των υποθέσεων C-106-120/1987, ΑΣΤΕΡΙΣ ΑΕ κλπ κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, Συλλογή 1988, σελ.05515, σκ.23 και 24, Απόφαση Ευρ. Επιτροπής 1999/268/ΕΚ της 20ης Ιανουαρίου 1999).(..)Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση πρέπει να γίνουν δεκτές με την ειδικότερη προαναφερθείσα ως προς την αιτιολογία του μέλους του Τμήματος Γεωργίου Βοϊλη, Συμβούλου, και να ανακληθεί η Προσβαλλόμενη Πράξη κατά το μέρος που αφορά, τόσο τις επισημάνσεις του Κλιμακίου όσον αφορά τα άρθρα 28.1.1. και 28.1.3. του σχεδίου της σύμβασης οι οποίες κρίνονται μη αναγκαίες και πρέπει να μην συμπεριληφθούν στο σχέδιο της σύμβασης, όσο και ως προς όρο που προβλέπεται στο άρθρο 28.1.2. του σχεδίου της σύμβασης περί του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης σε βάρος του Δημοσίου και αποζημίωσης του παραχωρησιούχου, ο οποίος, παρά την αντίθετη κρίση του Κλιμακίου, πρέπει να διατηρηθεί.
Ανακαλεί την 339/2017 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου