Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Δ9Β/Φ.166/οικ8411/ΓΔΦΠ2373/117/2005

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3175/2003
ΦΕΚ: 635/Β/12.05.2015

Όροι και διαδικασία εκμίσθωσης του δικαιώματος του Δημοσίου για έρευνα και διαχείριση του γεωθερμικού δυναμικού και της εν γένει διαχείρισης των γεωθερμικών πεδίων της Χώρας.(καταργήθηκε με την αριθμ.Δ9Δ/Β/Φ.166/οικ.18513/ΓΔΦΠ/3512/2009, ΦΕΚ 1819 Β/2-9-2009)


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Δ9Δ/Β/Φ166/οικ18513/ΓΔΦΠ 3512/2009

Όροι και διαδικασία εκμίσθωσης του δικαιώματος του Δημοσίου για έρευνα και διαχείριση του γεωθερμικού δυναμικού και της εν γένει διαχείρισης των γεωθερμικών πεδίων της Χώρας.


Δ9Β/Φ166/12647/ΓΔΦΠ3557/193/2005

Χαρακτηρισμός και υπαγωγή σε κατηγορίες των Γεωθερμικών Πεδίων της Χώρας.


Ν.3175/2003

Αξιοποίηση του γεωθερμικού δυναμικού, τηλεθέρμανση και άλλες διατάξεις.


ΥΠΕΝ/ΔΑΠ/137972/1210/2022

Όροι και διαδικασία εκμίσθωσης των δικαιωμάτων έρευνας, διαχείρισης και εκμετάλλευσης γεωθερμικού δυναμικού στα πεδία τοπικού ενδιαφέροντος και τις περιοχές γεωθερμικού ενδιαφέροντος της Χώρας.


ΥΠΕΝ/ΔΑΠ/25257/126/2022

Όροι και διαδικασία εκμίσθωσης των δικαιωμάτων έρευνας, διαχείρισης και εκμετάλλευσης γεωθερμικού δυναμικού στα πεδία εθνικού ενδιαφέροντος και τις μη χαρακτηρισμένες περιοχές της Χώρας.


Ν.4602/2019

Έρευνα, εκμετάλλευση και διαχείριση του γεωθερμικού δυναμικού της Χώρας, σύσταση Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, ιδιοκτησιακός διαχωρισμός δικτύων διανομής φυσικού αερίου και άλλες διατάξεις.


Δ7Β/13803/4213/2004

Θεσμοθέτηση χρηματικού αντισταθμίσματος (παραβόλου) για την χορήγηση οποιασδήποτε άδειας ή έγκρισης ή δικαιώματος που προβλέπονται από την Μεταλλευτική και Λατομική Νομοθεσία. (Τροποποιήθηκε με τις Δ7/19488/2011 -ΦΕΚ: 1986/Β/2011 και ΚΥΑ 1264/2012 -ΦΕΚ: 230/Β/2012)

Καταργήθηκε με την Αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΑΠ/71099/67/2018, ΦΕΚ-5018/Β/12.11.2018


ΕλΣυν/Τμ.1/177/2012

Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 269 παρ. 8 Κ.Δ.Κ., 25 παρ. 2 του ν. 3613/2007 και 17 παρ. 2 του ν. 3812/2009 συνάγεται ότι σε περίπτωση μετατροπής αμιγούς δημοτικής επιχείρησης σε δημοτική ανώνυμη εταιρεία είναι δυνατή η μεταφορά του προσωπικού της, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στις ίδιες διατάξεις διαδικασία και με βάση τις υφιστάμενες ανάγκες, σε υπηρεσίες του οικείου Δήμου. Στο κατά τα ανωτέρω μεταφερόμενο προσωπικό εφαρμόζονται, ως προς τους όρους και το ύψος της αμοιβής της εργασίας του, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ισχύουν εκάστοτε για το προσωπικό των Ο.Τ.Α., λαμβανομένης υπόψη της προϋπηρεσίας που είχε αυτό στη δημοτική επιχείρηση από την οποία προέρχεται. Ο συνυπολογισμός, όμως, της προϋπηρεσίας του μεταφερόμενου προσωπικού, σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του νόμου, αφορά μόνο στην μισθολογική, και όχι στην εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση και βαθμολογική εξέλιξή του, για την οποία ισχύουν οι ειδικές διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (πρβλ. Πράξεις Ελ. Συν. Ι Τμ. 145/2011, 12/2009). Περαιτέρω, σύμφωνα με την πάγια νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. Α.Π. 166/1994, 1362/1990, 880/1982, Εφ. Αθ. 5423/2003), η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν έχει μισθολογικό χαρακτήρα. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει δεκτό και για την αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης, βάσει της παρ. 3 του άρθρου 204 του ν. 3584/2007, αφού ούτε από το γράμμα των σχετικών διατάξεων ή την αιτιολογική έκθεση του νόμου, ούτε από το σκοπό του νόμου, που είναι η διευκόλυνση της ανανέωσης του προσωπικού των Δήμων (πρβλ. απόφ. Α.Π. 723/1996), προκύπτει ότι η εν λόγω αποζημίωση έχει το χαρακτήρα μισθού. Κατά συνέπεια, η προϋπηρεσία του μεταφερόμενου προσωπικού στη δημοτική επιχείρηση από την οποία προέρχεται δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της αποζημίωσης του άρθρου 204 παρ. 3 του ν. 3584/2007, καθόσον η αποζημίωση αυτή δεν συναρτάται με την μισθολογική κατάσταση και εξέλιξη του μεταφερόμενου προσωπικού.


ΕλΣυν/Τμ.7/122/2011

Αγορά ακινήτου.Από τις διατάξεις αυτές(3463/2006,270/1981) προκύπτει ότι για την αγορά ιδιωτικών ακινήτων εκ μέρους των Δήμων και των Κοινοτήτων διενεργείται κατά κανόνα δημοπρασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και εκείνες του π.δ/τος 270/1981, ώστε να καθίσταται δυνατή η διασφάλιση των συμφερόντων αυτών με την επιλογή του καταλληλότερου και συμφερότερου από οικονομική άποψη ακινήτου. Ότι κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, η απευθείας (χωρίς διαγωνισμό) αγορά ακινήτου από Δήμο ή Κοινότητα, μετά από προηγούμενη έκδοση ειδικά αιτιολογημένης όμοιας απόφασης που προσδιορίζει τους λόγους, για τους οποίους το ακίνητο είναι το μόνο κατάλληλο για την εκπλήρωση του δημοτικού ή κοινοτικού σκοπού για τον οποίο προορίζεται. Ότι η απόφαση αυτή, προκειμένου περί αγοράς ακινήτου, όπου ως προϋπόθεση για την κατάρτιση της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας, απαιτείται η εκτίμηση της αγοραίας αξίας του από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών, λαμβάνεται με την πλειοψηφία του συνόλου των μελών του και με την πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) αυτών σε κάθε άλλη περίπτωση. Ότι σε περίπτωση αγοράς ακινήτου, είτε με δημοπρασία, είτε απευθείας, δεν αποκλείεται η προηγούμενη έρευνα της τοπικής αγοράς προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη κατάλληλων και πρόσφορων ακινήτων, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η τήρηση ορισμένης διαδικασίας, σε περίπτωση δε που κρίνονται κατάλληλα περισσότερα του ενός από αυτά, δεν αποκλείεται, περαιτέρω, κατά τη διαδικασία της απευθείας αγοράς, η εκτίμηση της αξίας τους από τα εσωτερικά όργανα αυτού, η συγκριτική αξιολόγησή τους, τόσο από την άποψη της καταλληλότητας τους, όσο και από την άποψη της προκαλούμενης οικονομικής επιβάρυνσης του οικείου Ο.Τ.Α. σε περίπτωση αγορά τους. Ότι η εκτίμηση της αγοραίας αξίας του ακινήτου από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών απαιτείται σε κάθε περίπτωση αγοράς ιδιωτικού ακινήτου, η αγοραία αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των 58.694,06 ευρώ (βλ. και Πράξεις VII Τμ. 17, 16/2010, 54/2009 και 247/2007). Τέλος, ότι σε περίπτωση απευθείας αγοράς ακινήτου, το μεν δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ/τος 270/1981 και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται η προηγούμενη έκδοση και δημοσίευση διακήρυξης (άρθρο 3 και 4 του π.δ/τος 270/1981), η σύσταση εκτιμητικής επιτροπής και επιτροπής δημοπρασίας (άρθρο 7 του π.δ/τος 270/1981) και η τήρηση εν γένει της διαγραφόμενης από αυτές διαδικασίας, το δε δεν απαιτείται να επισυνάπτεται στα δικαιολογητικά του χρηματικού εντάλματος, που εκδίδεται για την καταβολή του τιμήματος, βεβαίωση του Δημοσίου Ταμείου (οικείας Δ.Ο.Υ.) ότι δεν έχει κοινοποιηθεί εκχώρηση ή επίσχεση του τιμήματος, καθόσον το δικαιολογητικό αυτό, σύμφωνα με την 81/1986 (αριθμ. πρωτ. 59774/1986) εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών, η βεβαίωση αυτή απαιτείται σε περίπτωση αγοράς ακινήτου με δημοπρασία.


ΑΕΠΠ/173/2020

Παροχή υπηρεσιών καθαριότητας...Επειδή, περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο του ο προσφεύγων προβάλλει ότι είναι αδικαιολόγητος και αντιανταγωνιστικός ο όρος 2.2.7.70 που θεσπίζει κριτήριο επιλογής περί του ότι ο προσφέρων πρέπει να «διαθέτει ασφαλιστήριο αστικής ευθύνης τουλάχιστον 2.500.000,00 ευρώ», όρος που όμως ήδη με τις από 9-1-2020 διευκρινίσεις της αναθέτουσας τροποποιήθηκε ως εξής «Σχετικά με το ύψος της ασφαλιστικής κάλυψης Αριθμός Απόφασης: 173/2020 6 των επαγγελματικών κινδύνων που απαιτείται από τη διακήρυξη (παρ. 2.2.7.68) μειώνεται το ύψος της ασφάλισης, στο ποσό που αντιστοιχεί στο 100% της σύμβασης χωρίς ΦΠΑ, ήτοι 1.280.000 ευρώ.». Παρά ταύτα και παρά την παράταση υποβολής προσφορών έως και την 23-1-2020, ο προσφεύγων δεν υπέβαλε προσφορά, καίτοι η απαίτηση συνολικής κάλυψης του ασφαλιστηρίου μειώθηκε στο 100% της εκτιμώμενης αξίας της υπό ανάθεση σύμβασης. Σε κάθε όμως περίπτωση, δεν προβάλλει ότι η απαίτηση ασφάλισης αστικής ευθύνης σε ποσό ίσο με αυτό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης είναι τυχόν υπέρμετρη και αδικαιολόγητη. Εξάλλου, μια τέτοια απαίτηση που μάλιστα αφορά ποσό ίσο με αυτό του προϋπολογισμού της διακήρυξης άνευ ΦΠΑ προκύπτει όλως εύλογη και δικαιολογημένη σε σχέση με το προφανές συμφέρον της αναθέτουσας να διασφαλιστεί έναντι κάθε κινδύνου και ζημίας τυχόν προκύψει από αντισυμβατική συμπεριφορά του αναδόχου ή ευθύνη έναντι τρίτων που θα βλαφθούν από τις υπηρεσίες του, ενώ εξάλλου, δεν απαιτήθηκε η ασφάλιση αυτή να αφορά ειδικά την υπό ανάθεση σύμβαση, αλλά κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα του οικονομικού φορέα και άρα το όριο της, ανερχόμενο στην εκτιμώμενη αξία της διακήρυξης, συνιστά ένα ποσό συνολικής ασφαλιστικής κάλυψης με πεδίο αναφοράς πλήθος άλλων τυχόν πεδίων ευθύνης πλην αυτού της συγκεκριμένης διαδικασίας και άρα, η δια τέτοιας απαίτησης και δη τέτοιου ποσού κάλυψης, καλυπτόμενη εν τέλει βλάβη στο πλαίσιο της προκείμενης σύμβασης ενδεχομένως να είναι μικρότερη, αφού δια του παραπάνω ποσού καλύπτεται κάθε αστική ευθύνη της επιχείρησης και όχι αποκλειστικά από την προκείμενη σύμβαση. Επιπλέον, ακριβώς δεδομένου ότι δεν απαιτήθηκε η ασφάλιση να συναφθεί αποκλειστικά για την επίδικη σύμβαση, όρος που θα ήταν ενδεχομένως ιδιαίτερα περιοριστικός και συνεπαγόμενος σημαντικό κόστος για τους οικονομικούς φορείς, αλλά τέθηκε ως ένα κριτήριο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας που αφορά την εν γένει δραστηριότητα του οικονομικού φορέα, όπως αντίστοιχα ο κύκλος εργασιών, δεν προκύπτει ότι είναι ούτε δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό ανάδειξης φερέγγυου αναδόχου ούτε ιδιαίτερα περιοριστικός και αδικαιολόγητος. Άλλωστε, κατ’ άρ. 75 παρ. 3 Ν. 4412/2016 οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να θεσπίζουν κριτήρια επιλογής κατά τα οποία οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να «διαθέτουν την αναγκαία οικονομική και χρηματοδοτική ικανότητα για την εκτέλεση της σύμβασης. Για το σκοπό αυτόν, οι αναθέτουσες αρχές … Μπορούν επίσης να απαιτούν κατάλληλο επίπεδο ασφαλιστικής κάλυψης έναντι επαγγελματικών κινδύνων.». Άρα, ρητά εκ του νόμου η ασφάλιση έναντι επαγγελματικών κινδύνων καταλλήλου επιπέδου, ορίζεται ως παραδεκτό κριτήριο επιλογής, ενώ ως τέτοιο κατάλληλο επίπεδο αν μη τι άλλο προδήλως παραδεκτά μπορεί να οριστεί το ανώτατο ύψος της υπό σύναψη σύμβασης, ιδίως αφού η ασφαλιστική  κάλυψη δεν θα προορίζεται ειδικώς για την τελευταία, αλλά ως ένας δείκτης και ένα εχέγγυο ότι ο ανάδοχος μπορεί να καλύψει τυχόν ζημίες εκ της εκτέλεσης των συμβατικών του υποχρεώσεων, σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης. Ακόμη, ο προσφεύγων ουδόλως προσδιορίζει ποιο τυχόν ύψος θα ήταν εύλογο και από ποιο σημείο και άνω, η απαίτηση καθίσταται κατ’ αυτόν αδικαιολόγητη. Επίσης, ουδόλως αναφέρει ούτε στοιχειοθετεί ότι αυτός εμποδίζεται τυχόν να αποκτήσει το προσόν αυτό, ακόμη και δια στήριξης σε ικανότητες τρίτων και ως προς ποιο επίπεδο και άνω, αλλά αορίστως βάλλει κατ’ αυτού. Ομοίως αορίστως προβάλλει ότι αποκλείονται εκ του ως άνω όρου όλες εκτός από συγκεκριμένες ή συγκεκριμένη εταιρία, που δεν κατονομάζει, ενώ εξάλλου η τυχόν κατοχή από έναν οικονομικό φορέα τέτοιου ύψους ασφαλιστηρίου, ουδόλως εμποδίζει τον ίδιο και οιονδήποτε τρίτο να το αποκτήσει και αυτός το προσόν αυτό. Eξάλλου, η μη κατοχή από τον οικονομικό φορέα συγκεκριμένου ζητούμενου προσόντος δεν σημαίνει ότι η απαίτηση είναι αντιανταγωνιστική, πολλώ δε μάλλον φωτογραφική υπέρ οιουδήποτε άλλου ή ακόμη και περισσοτέρων που την πληρούν. Ακόμη, κατ’ άρ. 346 και 360 παρ. 1 Ν. 4412/2016, το δικαίωμα προδικαστικής προστασίας κατοχυρώνεται υπέρ οικονομικών φορέων προς προστασία του δικαιώματος τους να συμμετάσχουν σε διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης και να τη διεκδικήσουν για να την αναλάβουν, άρα υπέρ οικονομικών φορέων με πρόθεση συμμετοχής σε τέτοια διαδικασία, που όμως παρεμποδίζονται ως προς το δικαίωμα τους αυτό από συγκεκριμένους προσβαλλόμενους εξ αυτών όρων.Σε κάθε περίπτωση, ο προσφεύγων εν τέλει δεν υπέβαλε προσφορά, καίτοι το απαιτούμενο επίπεδο κάλυψης μειώθηκε κατά 48,8% και άρα, δεν προκύπτει εν τέλει, και δια τούτου, η πρόθεση του να μετάσχει όντως στη διαδικασία, συμμετοχή που τυχόν εμποδιζόταν ειδικώς δια των προσβαλλόμενων όρων. Τα ανωτέρω δε, που ισχύουν και για τον πρώτο ανωτέρω λόγο του, ισχύον επιπλέον του ότι στον διαγωνισμό εν τέλει υπεβλήθησαν δύο προσφορές, οι οποίες επικαλούνται την πλήρωση των προκείμενων προσβαλλόμενων όρων του πρώτου και του δεύτερου λόγου της προσφυγής. Άρα, ασχέτως εκπροθέσμου της προσφυγής, και ο δεύτερος λόγος της προσφυγής προκύπτει και αβάσιμος, αλλά και περαιτέρω, απαράδεκτος λόγω έλλειψης ειδικότερου επί των ισχυρισμών του εννόμου συμφέροντος.