2/80345/0004/1999
Τύπος: Αποφάσεις
Μεταβίβαση εξουσίας υπογραφής σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν.1943/91. στους Γ.Γ.να υπογράφουν, κατά λόγο αρμοδιότητας, κοινές αποφάσεις για την καθιέρωση υπερωριακής εργασίας, αμοιβές συλλογικών οργάνων και έγκριση υπέρβασης ανωτάτου ορίου ημερών μετακινήσεων εκτός έδρας.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Τμ.1/195/2011
Με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2685/1999, προσδιορίσθηκε, πλην άλλων, το εννοιολογικό περιεχόμενο των ημερών εκτός έδρας μετακίνησης των υπαλλήλων, ο τρόπος καθορισμού του ανώτατου αριθμού των ημερών μετακίνησης σε μηνιαία βάση, το γενικό ανώτατο όριο των κατά μήνα και κατ’ έτος επιτρεπόμενων μετακινήσεων (120 ημέρες) καθώς και οι προϋποθέσεις υπέρβασης του κατά περίπτωση τιθέμενου ορίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, επιτρέπεται η υπέρβαση του εν λόγω ορίου με την έκδοση κοινής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού μόνο για την αντιμετώπιση έκτακτων γεγονότων καθώς και σε ειδικές κατηγορίες υπαλλήλων (υπαλλήλων του Υπουργείου Ανάπτυξης, μηχανικών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, γεωτεχνικών υπαλλήλων) για την εξυπηρέτηση ιδιαίτερων υπηρεσιακών αναγκών. Περαιτέρω, με την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του ν. 3833/2010, στο πλαίσιο εξορθολογισμού του συστήματος πραγματοποίησης και αποζημίωσης των μετακινήσεων με σκοπό τον περιορισμό των λειτουργικών εξόδων του Δημοσίου (βλ. την επί του εν λόγω άρθρου αιτιολογική έκθεση του σχετικού νόμου), περιορίσθηκε το γενικό ανώτατο όριο των κατά μήνα και κατ’ έτος επιτρεπόμενων μετακινήσεων στις εξήντα (60) ημέρες, με δυνατότητα υπέρβασής του κατά είκοσι ημέρες, χωρίς όμως να μεταβάλλονται οι προϋποθέσεις της υπέρβασης αυτής, δηλαδή η υποχρεωτική έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης, η συνδρομή έκτακτων συνθηκών ή η κάλυψη ιδιαίτερων υπηρεσιακών αναγκών για τις ειδικές κατηγορίες υπαλλήλων που μνημονεύονται στις σχετικές διατάξεις. Και τούτο, διότι όπως προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 3833/2010 και ειδικότερα από τη ρητή παραπομπή στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 2685/1999, ως προς το ζήτημα της υπέρβασης, με το νόμο αυτό δεν επήλθε αντικατάσταση του συστήματος των μετακινήσεων που εισήγαγε ο ν. 2685/1999 αλλά τροποποίηση συγκεκριμένων ρυθμίσεων αυτού (βλ. και την σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου), μεταξύ άλλων και ως προς το γενικό ανώτατο όριο των επιτρεπόμενων μετακινήσεων, χωρίς να απαλείφονται οι λοιποί νόμιμοι όροι πραγματοποίησής τους, όπως προβλέπονται από το γενικό νομοθέτημα του ν. 2685/1999. Εξ άλλου, με την ίδια διάταξη του άρθρου 9 του ν. 3833/2010, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 49 παρ. 1 του ν. 3871/2010, δόθηκε μεν η δυνατότητα και περαιτέρω υπέρβασης του ανωτάτου μηνιαίου ορίου μετακινήσεων, δηλαδή και πέραν των είκοσι ημερών, η δυνατότητα όμως αυτή συνοδεύτηκε με την θέσπιση ειδικών προς τούτο προϋποθέσεων, που συνίστανται στην έκδοση και πάλι κοινής υπουργικής απόφασης εφόσον συντρέχουν «έκτακτες υπηρεσιακές ανάγκες και εφόσον το προσωπικό που ασκεί τα συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα δεν επαρκεί», ενώ στην απόφαση αυτή πρέπει να προσδιορίζονται οι ειδικότητες, τα συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα στα οποία αφορά η υπέρβαση καθώς και ο μέγιστος επιτρεπόμενος αριθμός των καθ’ υπέρβαση του ανωτάτου ορίου ημερών μετακίνησης. Επομένως και υπό το καθεστώς του ν. 3833/2010, θεσπίζεται ένα κατ’ αρχήν γενικό ανώτατο όριο επιτρεπόμενων μετακινήσεων σε μηνιαία και ετήσια βάση, η όποια δε υπέρβασή του τελεί υπό τους όρους του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 2685/1999 σε συνδυασμό με αυτούς του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 3833/2010. Σε κάθε δε περίπτωση για την πραγματοποίηση μετακινήσεων καθ’ υπέρβαση του ανωτάτου ορίου απαιτείται η προηγούμενη έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης και η συνδρομή των λοιπών ουσιαστικών προϋποθέσεων των εν λόγω διατάξεων. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή σύμφωνα με την οποία η υπέρβαση των 60 ημερών μετακίνησης κατά μήνα και κατ’ έτος μέχρι την κάλυψη της αριθμητικής οροφής των είκοσι ημερών, δύναται να πραγματοποιηθεί χωρίς την έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης και χωρίς την τήρηση των ως άνω ουσιαστικών προϋποθέσεων, εκτός του ότι θα αντέβαινε το γράμμα της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 3833/2010, θα αναιρούσε και τον ίδιο τον σκοπό της διάταξης που έγκειται στην περιστολή των δημοσίων δαπανών μέσω της θέσπισης πιο αυστηρών προϋποθέσεων για τις υπηρεσιακές μετακινήσεις.
ΕλΣυνΚλ.Τμ.1/61/2018
Αποζημίωση υπαλλήλου Δήμου:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο προβαλλόμενος με την πράξη επιστροφής λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι η εντελλόμενη δαπάνη αφορά σε αποζημίωση λόγω υπερωριακής απασχόλησης καθ’ υπέρβαση του κανονικού ωραρίου, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 4354/2015 και όχι σε αποζημίωση αντίστοιχη με εκείνη που λαμβάνουν τα μέλη συλλογικών οργάνων, σύμφωνα με τα άρθρα 69 του ν. 3852/2010 και 21 του ν. 4354/2015. Εντούτοις, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, διότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις και οι όροι που θέτει το άρθρο 20 του ν. 4354/2015, για τη νόμιμη παροχή υπερωριακής εργασίας του φερόμενου ως δικαιούχου υπαλλήλου. Ειδικότερα, στην 305/13.1.2016 απόφαση του Δημάρχου ..., περί καθιέρωσης υπερωριακής απασχόλησης των υπαλλήλων του Δήμου για το έτος 2016, δεν αναφέρεται ως έκτακτη και επείγουσα ανάγκη η παρουσία υπαλλήλου του αυτοτελούς Τμήματος Προγραμματισμού, Οργάνωσης και Πληροφορικής σε όλες τις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου για την παροχή διευκρινίσεων επί θεμάτων της αρμοδιότητάς του, σε αντίθεση με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 20 του ν. 4354/2015 που απαιτεί οι ειδικές περιστάσεις που επιβάλλουν την ενεργοποίηση της υπερωριακής απασχόλησης των υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. να αναγράφονται στην απόφαση περί καθιέρωσης της υπερωριακής απασχόλησης των υπαλλήλων, σε αντιστοίχιση προς τις ώρες που πράγματι θα απαιτηθούν για τη διεκπεραίωσή τους, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο προγραμματισμός της λειτουργίας των υπηρεσιών υπό όρους διαφάνειας, τόσο για την προστασία των υπαλλήλων από τυχόν υπερβάσεις στο ωράριο εργασίας τους, όσο και για την τήρηση των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης κατά τη διάθεση των πρόσθετων δημοσίων πόρων που συνεπάγεται η απασχόληση του προσωπικού πέραν του τακτικού του ωραρίου. Το πρώτον ρητή αναφορά στην υπηρεσιακή ανάγκη παρουσίας υπαλλήλου, και μάλιστα του Αναπληρωτή Προϊσταμένου, του εν λόγω αυτοτελούς τμήματος στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου περιλαμβάνει η 1822/29.2.2016 απόφαση συγκρότησης συνεργείου του Δημάρχου ..., χωρίς και αυτή να διαλαμβάνει πλήρη και ειδική αιτιολογία, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η συνδρομή ειδικών περιστάσεων (εκτάκτων, εποχικών ή επειγουσών υπηρεσιακών αναγκών) που να δικαιολογούν την καθιέρωση υπερωριακής απασχόλησης του υπαλλήλου αυτού, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι α) η 305/13.1.2016 απόφαση του Δημάρχου, περί καθιέρωσης υπερωριακής απασχόλησης των δημοτικών υπαλλήλων, αναφέρεται σε ανάγκες που ανακύπτουν σε σχέση με την υποστήριξη της λειτουργίας εν γένει του Δημοτικού Συμβουλίου και ότι β) η απόφαση αυτή συμπληρώνεται τόσο από την 1822/29.2.2016 απόφαση του Δημάρχου περί συγκρότησης συνεργείων υπερωριακής απασχόλησης, όσο και από το 930/9.2.2016 έγγραφο του Δημάρχου προς τον Προϊστάμενο του Αυτοτελούς Τμήματος Προγραμματισμού, Οργάνωσης και Πληροφορικής, στο οποίο εξειδικεύονται οι συνθήκες που καθιστούν απαραίτητη, για την εύρυθμη λειτουργία του Δημοτικού Συμβουλίου, την ανάγκη πρόσθετης εργασίας του Προϊσταμένου του τμήματος αυτού για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, εκτός του τακτικού ωραρίου εργασίας και καθ’ υπέρβαση της υποχρεωτικής απασχόλησης, το Κλιμάκιο άγεται, περαιτέρω, στην κρίση ότι η ως άνω εντοπισθείσα πλημμέλεια δεν οφείλεται σε πρόθεση καταστρατήγησης των κειμένων διατάξεων εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων του Δήμου, αλλά σε συγγνωστή πλάνη αυτών.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/249/2018
Υπερωριακή απασχόλησή: Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε κρίνεται ότι η πραγματοποίηση υπερωριακής απασχόλησης καθ’ υπέρβαση των ωρών του υποχρεωτικού ωραρίου από τους φερόμενους ως δικαιούχους υπαλλήλους, κατά τον μήνα Απρίλιο 2018, δεν είναι νόμιμη, διότι η 25803/16.3.2018 απόφαση της Προέδρου του Ε.Ο.Φ. περί καθιέρωσης υπερωριακής απασχόλησης δεν διαλαμβάνει την απαιτούμενη, κατά τα προεκτεθέντα, πλήρη και ειδική αιτιολογία, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η συνδρομή ειδικών περιστάσεων (εκτάκτων, εποχικών ή επειγουσών υπηρεσιακών αναγκών), που απαιτούν άμεση και δραστική διευθέτηση και, συνεπώς, να δικαιολογούν την καθιέρωση υπερωριακής απασχόλησης των υπαλλήλων αυτών, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα. Αντίθετα, κρίνεται ότι στην ως άνω απόφαση, όπως και στα επιμέρους υπηρεσιακά σημειώματα των οικείων Διευθύνσεων του Οργανισμού περί συγκρότησης συνεργείων υπερωριακής απογευματινής εργασίας των φερόμενων ως δικαιούχων υπαλλήλων, περιγράφονται συνήθη καθήκοντα του προσωπικού του Ε.Ο.Φ., όπως προκύπτουν από τις καταστατικές του διατάξεις (ν. 1316/1983 – Α΄ 68 - «Ίδρυση, οργάνωση και αρμοδιότητες Ε.Ο.Φ.» και π.δ. 142/1989 «Οργανισμός του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων»), γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις οικείες βεβαιώσεις πραγματοποίησης της υπερωριακής απασχόλησης των φερόμενων ως δικαιούχων από την Πρόεδρο του Ε.Ο.Φ. Περαιτέρω, στα υπηρεσιακά σημειώματα των διαφόρων Διευθύνσεων για την συγκρότηση συνεργείων γίνεται γενική και αόριστη αναφορά στις ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες και απαιτήσεις σε όλα τα τμήματα όλων των υπηρεσιών του Οργανισμού, χωρίς προσδιορισμό του όγκου των συσσωρευθεισών αναγκών και χωρίς να αναφέρεται για ποιο λόγο δεν ήταν δυνατός ο χρονικός προγραμματισμός και η εκτέλεση των σχετικών εργασιών από τους υπηρετούντες υπαλλήλους στο πλαίσιο του υποχρεωτικού ωραρίου τους. Εξάλλου, η επικαλούμενη με το έγγραφο επανυποβολής του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος υποστελέχωση των υπηρεσιών του Οργανισμού και οι αυξημένες, πλην όμως γνωστές εκ των προτέρων – λόγω της φύσης των αρμοδιοτήτων του Ε.Ο.Φ. – και διαρκείς ανάγκες για τη διεκπεραίωση των συνήθων καθηκόντων των υπαλλήλων του, δεν συνιστούν έκτακτες, εποχικές ή απρόβλεπτες ανάγκες που δικαιολογούν την παροχή εργασίας καθ’ υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου (ΕΣ Ι Τμ. 15/2017). Εξάλλου, η μισθοδοτική κατάσταση πληρωμής που συνοδεύει το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής φέρει τις υπογραφές των φερόμενων ως δικαιούχων υπαλλήλων, παρά τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την Επίτροπο. Ωστόσο, οι συνοδεύουσες αυτό υπεύθυνες δηλώσεις των φερόμενων ως δικαιούχων, με τις οποίες αυτοί δηλώνουν ότι το σύνολο των πάσης φύσεως πρόσθετων αμοιβών τους δεν υπερβαίνει το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών της οργανικής τους θέσης βάσει των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 104 του Συντάγματος, δεν είναι πλήρεις ως προς το περιεχόμενό τους, βάσει των οριζομένων στην Υ.Α. 2/1757/0026/2017, καθώς δεν αναφέρεται επιπλέον σε αυτές, όπως απαιτείται από την ως άνω υπουργική απόφαση, ότι οι πάσης φύσεως αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές ή σύνταξη των φερόμενων ως δικαιούχων δεν υπερβαίνουν τις εκάστοτε αποδοχές του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου.