2/53741/0026/2010
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
«Αποστολή της αριθμ.236/2010 γνωμοδότησης Ν.Σ.Κ.» Σύμφωνα με την ανωτέρω γνωμοδότηση O νόμος 3316/05 ρυθμίζει πλήρως το αντικείμενο της ανάθεσης και εκτέλεσης των συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, ορίζοντας τις σχετικές διαδικασίες ανάθεσης στα άρθρα 5 έως 9, ενώ στο άρθρο 10 περιέχει τις επιτρεπόμενες παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις από τον κανόνα της ανάθεσης των συμβάσεων με ανοιχτές και κλειστές διαδικασίες. Συγκεκριμένα στο άρθρο 10 ρυθμίζονται οι περιπτώσεις που επιτρέπεται η ανάθεση με διαπραγμάτευση, είτε με προηγούμενη δημοσίευση πρόσκλησης (παρ.1), είτε χωρίς προηγούμενη δημοσίευση πρόσκλησης (παρ.2). Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), οι διατάξεις περί ανάθεσης των συμβάσεων με διαπραγμάτευση αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο και πρέπει ως εκ τούτου να ερμηνεύονται στενά (βλέπετε ΕΣ/1/Οδ/Πρ., Γν.Ν.Σ.Κ. 470/07 και εκεί αναφερόμενες ενδεικτικά, αποφάσεις ΔΕΚ επί των υποθέσεων C-24/91, Επιτροπή κατά Ισπανίας C-318/94 Επιτροπή κατά Γερμανίας κ.ο.κ.).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/223/2008
Ανάθεση με διαπραγμάτευση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 25 παρ.1 περ.β’ του Π.Δ/τος 60/2007, υποέργου του ΥΠ.ΠΟ. στο Ινστιτούτο Πληροφορικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας της Κρήτης. Είναι δυνατή, κατά το διδόμενο πραγματικό, η ανάθεση του υποέργου 6 «Εγκατάσταση του Πληροφοριακού Συστήματος του Εθνικού Αρχείου Μνημείων (ΠΟΛΕΜΩΝ)» του έργου «Ψηφιοποίηση και Ψηφιακή Τεκμηρίωση Συλλογών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού» στο Ινστιτούτο Πληροφορικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας της Κρήτης, με διαπραγμάτευση χωρίς τη δημοσίευση προκήρυξης.(ΔΕΚ 199/1985, ΔΕΚ 107/1992, ΔΕΚ C-24/1991, Γνωμ. ΝΣΚ 295/2005, 165/1990, Ευτ. Κουτούττα - Ρεγκάκου, Δημόσιες Συμβάσεις και Κοινοτικό Δίκαιο ).
ΔΕΕ/C-601/2010
«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογραφήσεως και πολεοδομικού σχεδιασμού – Διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως» (..) (σκ.32,33) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50 και το άρθρο 31, σημείο 4, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/18, καθόσον εισάγουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, το δε βάρος αποδείξεως σχετικά με τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται (βλ. αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, C 20/01 και C 28/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2003, σ. I 3609, σκέψη 58? της 18ης Νοεμβρίου 2004, C 126/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2004, σ. I 11197, σκέψη 23? της 11ης Ιανουαρίου 2005, C 26/03, Stadt Halle και RPL Lochau, Συλλογή 2005, σ. I 1, σκέψη 46, καθώς και της 8ης Απριλίου 2008, C 337/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2008, σ. I 2173, σκέψεις 57 και 58). 33 Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η επέλευση ή η πιθανότητα επελεύσεως ενός απρόβλεπτου περιστατικού μετά την ανάθεση των επίδικων δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι οι εμπλεκόμενες αναθέτουσες αρχές μπορούσαν, προ της συνάψεως των αρχικών συμβάσεων, να προβλέψουν την ανάγκη να συμπεριληφθούν στις συμβάσεις αυτές οι σχετικές συμπληρωματικές υπηρεσίες και συγκεκριμένα, στην προκειμένη περίπτωση, η επέκταση των ζωνών πολεοδομικού σχεδιασμού. Εάν η ανάγκη μιας τέτοιας επεκτάσεως για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους ή για λόγους αναγόμενους στην εκτέλεση των προβλεπόμενων στην αρχική σύμβαση υπηρεσιών μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απρόβλεπτη περίσταση, οι αναθέτουσες αρχές θα είχαν την ευχέρεια να υποστηρίξουν ότι απέτυχαν κατά την εκτίμηση και τον ακριβή καθορισμό του φυσικού αντικειμένου και του περιεχομένου της αρχικής συμβάσεως και, στη συνέχεια, να προβούν στην ανάθεση συμπληρωματικών υπηρεσιών με τη σύναψη χωριστών συμβάσεων παραβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας. (…)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει: 1) Η Ελληνική Δημοκρατία, συνάπτοντας, κατόπιν διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως, δημόσιες συμβάσεις με αντικείμενο συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογραφήσεως και πολεοδομικού σχεδιασμού οι οποίες δεν προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση που είχαν συνάψει οι Δήμοι Βασιλικών, Κασσάνδρας, Εγνατίας και Αρέθουσας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 8 και 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, καθώς και από τα άρθρα 20 και 31, σημείο 4, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. 2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.
ΕΣ/Τ4/19/2010
Εκπόνηση μελέτης με αντικείμενο «Τεχνολογίες υδρογόνου, προοπτικές ανάπτυξης πιλοτικών δράσεων παραγωγής και διάθεσής του σαν καύσιμο οχημάτων μηδενικών ρύπων». Ο ν. 3316/2005 «Ανάθεση και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 42), η έκδοση του οποίου ως σκοπό είχε, μεταξύ άλλων, «Τη συμπερίληψη ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου ανάθεσης των μελετών και συναφών υπηρεσιών σε ένα νομοθέτημα, το οποίο δεν χρειάζεται οτιδήποτε άλλο για την εφαρμογή του, αφού είναι αυτάρκες.…» (βλ. στοιχείο ΣΤ΄ του κεφαλαίου Β της εισηγητικής έκθεσης του νόμου), ορίζει, στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 2, ότι: «1. Ο νόμος αυτός ρυθμίζει τη σύναψη και εκτέλεση όλων των δημοσίων συμβάσεων, ανεξαρτήτως αξίας, για την εκπόνηση μελετών και παροχή λοιπών υπηρεσιών μηχανικού και των άλλων ελευθερίων επαγγελμάτων των κατηγοριών μελετών της παραγράφου 2, που εμπίπτουν καθ’ ύλην στο «Παράρτημα ΙΙ Α» της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ και στο «Παράρτημα ΧVIIΑ» της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν, όταν οι μελέτες δεν εκπονούνται και οι υπηρεσίες δεν παρέχονται από το προσωπικό της αναθέτουσας Αρχής. Από τις προεκτιθέμενες διατάξεις, σε συνδυασμό με την οικεία εισηγητική έκθεση, συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι περί διαδικασιών ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων μελετών διατάξεις του ν. 3316/2005 εφαρμόζονται αδιακρίτως σε κάθε διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης μελέτης, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών διαδικασιών που διεξάγονται από το Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Συνακόλουθα, η ανάθεση μελέτης με διαπραγμάτευση, χωρίς δημοσίευση διακήρυξης, διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 3316/2005, στις οποίες προβλέπονται περιοριστικά περιπτώσεις εφαρμογής της εν λόγω εξαιρετικής διαδικασίας αναθέσεως, υπό την αυστηρή τήρηση των προαναφερόμενων συγκεκριμένων προϋποθέσεων. Επομένως, οι διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 83 του ν. 2362/1995, οι οποίες επιτρέπουν την απευθείας ανάθεση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών μέχρι του ποσού των 15.000 ευρώ και τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης σε ορισμένες περιπτώσεις και χωρίς να προβλέπονται ειδικότερες προϋποθέσεις ή τήρηση οποιασδήποτε διαδικασίας, δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής σε διαδικασίες ανάθεσης μελετών.
ΕΣ/Τ7/119/2009
Για την ανάθεση από τους Δήμους συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, οι οποίες ως αντικείμενο έχουν την υποστήριξη της υπηρεσίας στη διεξαγωγή ανάθεσης σύμβασης μελέτης, έργου ή υπηρεσίας, στην επίβλεψη ή έλεγχο μελέτης και στη διοίκηση ή επίβλεψη ή έλεγχο έργου, εφαρμόζονται για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 1.1.2007, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Δ.Κ.Κ. (άρθρο τέταρτο του ν.3463/2006, ΦΕΚ Α΄ 116), οι διατάξεις του ν. 3316/2005. Επομένως, η παροχή της ειδικής αυτής κατηγορίας υπηρεσιών προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ βαθμού ανατίθεται κατά κανόνα κατόπιν δημόσιου ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού ώστε να καθίσταται δυνατή με την προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού μειοδοτών, η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων αυτών με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας προσφοράς. Η επίκληση λόγων κατεπείγοντος επιτρέπεται μόνο όταν οι αναθέτουσες αρχές δεν διαθέτουν επαρκή χρόνο για τη διοργάνωση ταχείας διαδικασίας διαγωνισμού, αφού σκοπός των ανωτέρω διατάξεων είναι η καθιέρωση διαφάνειας που να επιτρέπει την ισότητα συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού (πρβλ. απόφ. Δ.Ε.Κ. της 18.3.1992, υπόθ. C-24/1991 και απόφ. της 30.5.1994, υπόθ. C-328/1992). Η απαλλαγή από κάθε υποχρέωση δημοσίευσης της προκήρυξης του διαγωνισμού εξαρτάται από τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων και ειδικότερα α) ύπαρξη απρόβλεπτου γεγονότος, β) επιτακτικά επείγουσα ανάγκη, που δεν συμβιβάζεται με τις προθεσμίες που επιτάσσουν άλλες διαδικασίες και γ) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του απρόβλεπτου γεγονότος και της κατεπείγουσας ανάγκης που ανακύπτει (πρβλ. απόφαση Δ.Ε.Κ. της 18.5.1995, υπόθ. C-57/1994 και C-107/1992). Στην περίπτωση που δεν πληρούται μία από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, δεν δικαιολογείται η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση ενώ εξάλλου, οι περιστάσεις που επικαλείται η αναθέτουσα αρχή για την αιτιολόγηση του επείγοντος δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική της ευθύνη.
Δ17γ/10/33/2006
Οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της ίσης μεταχείρισης και διαφάνειας στις διαδικασίες ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων έργων και μελετών. ΕΓΚ.7
ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011
Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ
ΥΠΕΧΩΔΕ/10883/2007
Παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του ν. 3316/2005 στις διαδικασίες ανάθεσης και εκτέλεσης των συμβάσεων της εταιρείας «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.».
ΝΣΚ/163/2010
Γίνεται δεκτό από το ΔΕΚ ότι η διάταξη του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/50, που αντιστοιχεί στη διάταξη του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/18, (ήδη άρθρο 15 του Π.Δ. 60/2007) αποτελεί έκφραση της ελευθερίας που διαθέτουν οι δημόσιες αρχές των κρατών-μελών της EE για την οργάνωση της δομής τους, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών. Η σύσταση νομικού προσώπου για την καλύτερη οργάνωση της παροχής των υπηρεσιών αυτών και η σύναψη συμβάσεων με το νομικό αυτό πρόσωπο δεν συνιστά σύναψη δημόσιας σύμβασης, εφόσον ο αναθέτων ελέγχει πλήρως (σαν να πρόκειται για δικές του υπηρεσίες όπως χαρακτηριστικά λέγεται) το ανάδοχο νομικό πρόσωπο, το οποίο πρέπει να διαθέτει αποκλειστικό δικαίωμα να αναλαμβάνει αυτού του είδους τις υπηρεσίες. Το κοινοτικό δίκαιο απαλλάσσει από την υποχρέωση εφαρμογής της οδηγίας όχι μόνο τις περιπτώσεις διοικητικής οργάνωσης και άλλες παρόμοιες ή συγκρίσιμες, αλλά ακόμη και τις γνήσιες δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών, θεωρώντας τες ως εν ευρεία εννοία άσκηση του δικαιώματος της δημόσιας αρχής για οργάνωσή της (βλ. υπόθεση C-360/96).Περαιτέρω, σχετικά με τη ζήτημα της αποτελεσματικότητας του ελέγχου που πρέπει να ασκεί η μία αναθέτουσα αρχή (που αναθέτει τη σύμβαση) επί της άλλης, κρίθηκε (βλ. υπόθεση C-107/98 ( Teckal ) και C -84/03 (Επιτροπή κατά Ισπανίας) ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες (συμβάσεις « in house », βλ. σκέψεις 49 και 50 υπόθεσης Teckal ), ενώ επιπλέον, η αρχή που αναλαμβάνει την εκτέλεση της σύμβασης πρέπει να πραγματοποιεί, αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς της, με τον ή τους οργανισμούς που τον ελέγχουν (άρα η έννοια της αποκλειστικότητας επιδέχεται ερμηνεία διασταλτική) (βλ. Χρ. Μητκίδη ο.ά σελ....50). Η θέση αυτή αναλύθηκε περαιτέρω από το ΔΕΚ [υπόθεση C -26/2003 ( Stadt Halle ) και υπόθεση C-410/2004] με τις σκέψεις ότι η σχέση μεταξύ μιας δημόσιας αναθέτουσας αρχής και των υπηρεσιών της διέπεται από σκέψεις και επιταγές που προσιδιάζουν στην επιδίωξη σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
Υπόθεση C-306/2008
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 26ης Μαΐου 2011. Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας. Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 93/37/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ - Διαδικασίες αναθέσεως συμβάσεων δημοσίων έργων - Νομοθεσία περί πολεοδομικού σχεδιασμού της Αυτόνομης Kοινότητας της Valencia. Υπόθεση C-306/08.
C-721/2019
Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Οδηγία 2014/23/ΕΕ – Διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης – Άρθρο 43 – Ουσιώδεις τροποποιήσεις – Στιγμιαία λαχεία – Εθνική νομοθεσία που προβλέπει την ανανέωση σύμβασης παραχώρησης χωρίς διεξαγωγή νέου διαγωνισμού – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Έννομο συμφέρον. Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-721/19 και C-722/19.