Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
2/17877/0026/2015
Μηνιαίο Επιμίσθιο Ελεγκτή Ιατρού και Μηνιαίο Επίδομα Επιφυλακής Ιατρών Δημόσιας Υγείας ΕΣΥ
2039491/1993
"Έξοδα κίνησης-επιμίσθιο ε λ ε γ κ τ ώ ν ι α τ ρ ώ ν''
ΥΠ.ΥΓ.ΠΡΟΝ. ΔΥ1α/οικ.26844/1997
Τρόπος λειτουργίας Συμβουλίου Κρίσης γιατρών Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ. Διαδικασία κρίσης και συγκριτικής αξιολόγησης υποψηφίων για θέσεις του κλάδου γιατρών Δημόσιας Υγείας.
2/80961//0022/2009
«Αποδοχές γιατρών Δημόσιας Υγείας – Ε.Σ.Υ.»
ΝΣΚ/264/2006
Χορήγηση στους ιατρούς δημόσιας υγείας ΕΣΥ, των εξόδων κινήσεως και του μηνιαίου επιμισθίου που λαμβάνουν οι ελεγκτές ιατροί, δυνάμει του άρθρου 60 παρ.4 και 5 του Ν 1943/91, καθώς και των παροχών του Ν 3205/03 που λαμβάνουν οι ιατροί του ΕΣΥ. Η ανάθεση σε ιατρό δημόσιας υγείας ΕΣΥ της παράλληλης άσκησης καθηκόντων ελεγκτή ιατρού, δυνάμει του άρθρου 60 παρ.5 του Ν 1943/1991, δεν συνιστά κατοχή δεύτερης θέσης αλλά άσκηση από τον εν λόγω ιατρό πρόσθετων καθηκόντων, πέραν των κυρίων καθηκόντων της οργανικής του θέσης, και επομένως δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 104 παρ.1 του Συντάγματος. Πλην όμως, οι προβλεπόμενες στις παρ.4 και 5 του ως άνω άρθρου 60 παροχές (έξοδα κινήσεως και μηνιαίο επιμίσθιο), συνιστούν πρόσθετες αποδοχές κατά την έννοια του άρθρου 104 παρ.2 του ισχύοντος Συντάγματος, και επομένως, συναθροιζόμενες με άλλες τυχόν πρόσθετες παροχές, δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τις αποδοχές της οργανικής του θέσης, στις οποίες σαφώς περιλαμβάνεται και το προβλεπόμενο στο άρθρο 16 παρ.4 του Ν 3172/2003 μηνιαίο επίδομα επιφυλακής. Δεδομένης της πλήρους μισθολογικής εξομοίωσης των ιατρών δημόσιας υγείας ΕΣΥ με τους αντίστοιχου βαθμού ιατρούς του ΕΣΥ, που επήλθε με το άρθρο 16 παρ.4 του Ν 3172/2003, οι αποδοχές τους καθορίζονται σύμφωνα με το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του ΕΣΥ (Β΄ Μέρος – Κεφάλαιο Γ΄ του Ν 3205/2003), αποκλειομένης της εφαρμογής των διατάξεων του Α΄ Μέρους του Ν 3205/2003.
2/68675/0022/2014
Παρέχονται πληροφορίες αναφορικά με τις (τακτικές) αποδοχές των ιατρών Δημόσιας Υγείας (Δ.Υ.)-Ε.Σ.Υ. που υπηρετούν σε Δ/νσεις Δημόσιας Υγείας Περιφερειών
Αριθμ. οικ/2/88420/ΔΕΠ/2018
Καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού στους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., Ιατρούς και Οδοντιάτρους Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., Επικουρικούς Ιατρούς και Ειδικευόμενους Ιατρούς.
οικ 2/19461/ΔΕΠ/2019
Τροποποίηση της 2/88420/ΔΕΠ/4-12-2018 απόφασης των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης - Οικονομικών - Υγείας (ΦΕΚ 5435/Β’/4-12-2018) «Καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού στους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., Ιατρούς και Οδοντιάτρους Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., Επικουρικούς Ιατρούς και Ειδικευόμενους Ιατρούς» .
Ν.2703/1999
Αναπροσαρμογή συντάξεων συνταξιούχων μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., γιατρών Ε.Σ.Υ. και διπλωματικών υπαλλήλων, ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις. Διόρθ.σφαλμ. στο ΦΕΚ Α 194/1999.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/3/2020
Περικοπές σε αποδοχές...Όμως σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, όσον αφορά την από 18-12-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2015) αγωγή, η αμοιβή του εκκαλούντος με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου και του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης, υπάγονταν στις διατάξεις των νόμων 3833/2010 και 4024/2011 δεδομένου ότι η παραχώρηση της εφεσίβλητης στο ... επήλθε μετά την εφαρμογή των παραπάνω νόμων όταν δηλαδή η αμοιβή του εκκαλούντα είχε ήδη μειωθεί και συνεπώς οι αξιώσεις του για την αμοιβή του σύμφωνα με τους όρους της αρχικής σύμβασης είναι μη νόμιμες . Περαιτέρω όσον αφορά την από 19-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) αγωγή της εκκαλούσας, είναι απορριπτέα ω μη νόμιμη καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, ο εφεσίβλητος ακολούθησε τη νόμιμη διαδικασία ώστε να λαμβάνει την μειωμένη αμοιβή του από την εκκαλούσα από την 1-1-2013, πλην όμως ο τελικός υπολογισμός της δεν πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο αλλά από τα αρμόδια όργανα της εκκαλούσας. Τέλος όσον αφορά την από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2015) αγωγή από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τις με αριθμούς …/2016 και …/2016 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου ……, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 18-11-2009 σύμβασης που συνήφθει μεταξύ των διαδίκων ο εκκαλών προσλήφθηκε από την εφεσίβλητη για να παρέχει την εργασία του ως διευθύνων σύμβουλος και με όρο της παραπάνω σύμβασης συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καταγγελίας της (της σύμβασης) η εφεσίβλητη θα του κατέβαλε ως αποζημίωση το ποσό που θα αντιστοιχούσε στην αμοιβή δύο μηνών για κάθε έτος εργασίας του λαμβάνοντας ως βάσει τις αποδοχές του κατά τον χρόνο της καταγγελίας. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η παραπάνω σύμβαση καταγγέλθηκε στις 22-6-2015 και η πραγματικά οφειλόμενη αμοιβή του όπως θα διαμορφώνονταν μετά την 1-1-2013 ανέρχονταν στο ποσό των 2.375 ευρώ. Συνεπώς το συνολικό ποσό που έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση κατά τον ανωτέρω χρόνο (22-6-2015) ανέρχονταν σε 30.479,13 ευρώ. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε υπαιτιότητα του εκκαλούντος στην καταγγελία της παραπάνω σύμβασης όπως επίσης δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τον χρόνο της καταγγελίας ώστε ο τελευταίος να δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Ενόψει των παραπάνω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε τα ίδια απορρίπτοντας ως μη νόμιμες τις από 28-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2015) και από 19-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) αγωγές και κάνοντας εν μέρει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη την από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2015) αγωγή δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τις εφέσεις είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσιαν αβάσιμες και να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).