Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/ΕΑ/1231/2007

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2690/1999

Στα πλαίσια της ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 6 του Ν. 2690/1999 και της ΔΙΑΔΠ/Α/17402/2006 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών, Δημοσίας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως - Δικαιοσύνης (ΦΕΚ τ. Β 1042/1-8-2006), περί αυτεπαγγέλτου αναζητήσεως πιστοποιητικών αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κρίθηκε, ότι η συμμετοχή σε δημόσιο διαγωνισμό δεν συνιστά «διεκπεραίωση υπόθεσης πολίτη», ώστε να υποχρεώνεται η οικεία υπηρεσία να αναζητά αυτεπαγγέλτως τα σχετικά δικαιολογητικά, τα οποία δεν προσκομίζει ο διαγωνιζόμενος κατά την κατάθεση της προσφοράς του.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/117/2009

Εφαρμογή αυτεπάγγελτης αναζήτησης δικαιολογητικών στις διαδικασίες των δημοσίων διαγωνισμών για την εκτέλεση προμηθειών του Δημοσίου. Κατά την έννοια των διατάξεων της παρ.6 του άρθρου 3 του Ν 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας), ερμηνευομένων σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 20 του Π.Δ/τος 118/2007, αλλά και του άρθρου 43 παρ.3 του Π.Δ/τος 60/2007, η συμμετοχή στις διαδικασίες των δημοσίων διαγωνισμών για τη σύναψη συμβάσεων προμηθειών του Δημοσίου δεν αποτελεί «διεκπεραίωση υπόθεσης πολίτη», ώστε να υποχρεούται η Διοίκηση να αναζητεί αυτεπαγγέλτως τα δικαιολογητικά που δεν προσκομίζει ο διαγωνιζόμενος κατά την κατάθεση της προσφοράς του. Η επιβαλλόμενη από τις ως άνω διατάξεις του Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου προσκόμιση των δικαιολογητικών από τους ίδιους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία των δημοσίων διαγωνισμών, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ή επιχειρήσεις, ενόψει και της αυστηρής τυπικότητας που διέπει τις διαδικασίες αυτές, αποτελεί ειδική ρύθμιση σε σχέση με τις γενικής φύσεως ρυθμίσεις του άρθρου 3 παρ.6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Με την επίμαχη νομοθετική ρύθμιση, διευκρινίζεται ότι, η υποχρέωση της αυτεπάγγελτης αναζήτησης δικαιολογητικών από την αρμόδια για την έκδοση της τελικής διοικητικής πράξης Δημόσια Αρχή, που ήδη εφαρμοζόταν στις αιτήσεις των πολιτών, επεκτείνεται με την προσθήκη του ως άνω εδαφίου, και στις περιπτώσεις της υποβολής αιτήσεων εκ μέρους των επιχειρήσεων προς την αρμόδια Αρχή, για την «διεκπεραίωση υπόθεσής τους» υπό την προεκτεθείσα έννοια.


ΝΣΚ/231/2009

Ο.Τ.Α. – Διαγωνισμοί προμηθειών – Εφαρμογή ή μη της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 6 του Ν 2690/1999 για την αυτεπάγγελτη αναζήτηση από τη Διοίκηση των δικαιολογητικών των συμμετεχόντων.Η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν 2690/1999, όπως ισχύει μετά τη συμπλήρωσή της από την παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν 3242/2004, παρ. 5 του άρθρου 16 του Ν 3448/2006 και παρ. 9 του άρθρου 30 του Ν 3731/2008, ενόψει του θεσμικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και του σκοπού τον οποίο εξυπηρετεί, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στους συμμετέχοντες, υπό οποιαδήποτε μορφή (φυσικά, νομικά πρόσωπα, επιχειρήσεις), στις διαδικασίες των διαγωνισμών για τη σύναψη συμβάσεων προμηθειών Ο.Τ.Α., στους οποίους εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 7 της με αριθμ. πρωτ. 11389/8-3-1993 απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών και 43 παρ. 3 του Π.Δ. 60/2007, όπως ισχύουν.

ΕλΣυν/Τμ.6/2403/2010

Από τις προαναφερόμενες διατάξεις (άρθρο 5 του ν. 3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις» ) συνάγεται ότι όλοι οι κρατικοί φορείς ως αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται, για τη νόμιμη διενέργεια διαγωνισμού δημοσίων υπηρεσιών, να τηρούν τους ως άνω κανόνες δημοσιότητας, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, επιτάσσουν τη δημοσίευση περίληψης των ουσιωδών στοιχείων της διακήρυξης στο Τεύχος Διακηρύξεων Δημοσίων Συμβάσεων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Η παράλειψη τήρησης κάποιας εκ των ως άνω υποχρεωτικών διατυπώσεων δημοσιότητας συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, που καθιστά μη νόμιμη τη διαγωνιστική διαδικασία (βλ. Αποφ. VI Τμ. Ε.Σ 2500/2009, πρβλ. Αποφ. VI Τμ. Ε.Σ 31/2005, 89/2006). (…)Τα δε υποστηριζόμενα στην αίτηση ανάκλησης ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η μη δημοσίευση της διακήρυξης του διαγωνισμού στο Τεύχος Διακηρύξεων Δημοσίων Συμβάσεων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως δεν είναι ουσιώδης ενόψει της δημοσίευσης περίληψης της ανωτέρω διακήρυξης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ε.Ε.Ε.Κ.), η οποία κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας αναπληρώνει και υπερκαλύπτει την ανωτέρω παράλειψη δημοσίευσης της διακήρυξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Και τούτο διότι, οι ανωτέρω διατυπώσεις δημοσιότητας δεν εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, αφού η μεν δημοσίευση περίληψης της διακήρυξης στην Ε.Ε.Ε.Κ. έχει ως στόχο τη διαφάνεια της διαδικασίας ανάθεσης και τη διασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού με την αποτροπή της προνομιακής μεταχείρισης των ημεδαπών έναντι των κοινοτικών ενδιαφερομένων (βλ. Πρ. VII Τμ. 212/2007, 155/2009), η δε δημοσίευση στο Τεύχος Διακηρύξεων Δημοσίων Συμβάσεων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως απαιτείται πρωτίστως, σύμφωνα με το άρθρο 18 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, ΦΕΚ Α΄ 45), για την τελείωση της κανονιστικής πράξης της διακήρυξης και επομένως συνιστά συστατικό στοιχείο του κύρους της (βλ. Πρ. VI Τμ. 236/2006, IV Τμ. 26/2007).


ΝΣΚ/56/2005

Ισχύς ή μη συγκεκριμένης προτάσεως για επιλογή προς ένταξη στο Πρόγραμμα της Κοινοτικής Πρωτοβουλίας «EQUAL».Στην υπ’ αρ. 231438/29-6-2004 πρόσκληση ενδιαφέροντος «Για την επιλογή αναπτυξιακών συμπράξεων στο πλαίσιο της Κοινοτικής Πρωτοβουλίας για την καταπολέμηση των διακρίσεων και ανισοτήτων σε σχέση με την αγορά εργασίας (EQUAL) στην Ελλάδα (Β΄ κύκλος υλοποίησης 2004 – 2006)» ορίζονται ειδικώς, αναλυτικώς και εξαντλητικώς τα ουσιώδη θέματα του τρόπου, του χρόνου και του τόπου υποβολής προτάσεων, ήτοι ότι οι προτάσεις πρέπει να υποβληθούν ιδιοχείρως ή με ταχυμεταφορά, ισχύουσες είναι μόνο οι προτάσεις που θα έχουν παραληφθεί μέχρι την καταληκτική ημερομηνία και ώρα υποβολής προτάσεων και αποδεικτικό στοιχείο υποβολής της προτάσεως θεωρείται η ημερομηνία παραλαβής της αντίστοιχης αιτήσεως από το πρωτόκολλο του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Γι’ αυτό δεν τίθεται θέμα αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 10 παρ.3 του Ν 2690/1999 και του άρθρου 18 παρ.2 του ΠΔ 346/1998. Οι διατάξεις, άλλωστε, του ΠΔ 346/1998 δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν επί συμβάσεων επιχορηγήσεως. Ως εκ τούτου η συγκεκριμένη πρόταση των φορέων με συντονιστή εταίρο την εταιρεία «ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ,,,,Α.Ε.», η οποία κατατέθηκε στο ταχυδρομείο κατά την καταληκτική ημερομηνία υποβολής προτάσεων, ως απλό δέμα εσωτερικού και δεν παραλήφθηκε από το ως άνω πρωτόκολλο έως την καταληκτική ημερομηνία και ώρα υποβολής των προτάσεων, δεν δύναται να θεωρηθεί ισχύουσα. (πλειοψ.)


ΣτΕ/1662/2009

Πρόστιμο λόγω παραβάσεως όρων απόφασης Αρχής Προστασίας Δεδομένων στην Ελληνική Αστυνομία για την χρησιμοποίηση υπ αυτής συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεοράσεως, εγκατεστημένου στο οδικό δίκτυο του Νομού Αττικής, με σκοπό την διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων -. Καθ' ύλην αρμόδιος Υπουργός για την αμφισβήτηση της νομιμότητας διοικητικής κυρώσεως επιβληθείσης εις βάρος του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως είναι ο Υπουργός Δημοσίας Τάξεως. Μετά δε την έναρξη ισχύος του π.δ/τος 205/2007 (Α' 231/19.9.2007), με το οποίο προβλέφθηκε η συγχώνευση των Υπουργείων Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Δημοσίας Τάξεως στο Υπουργείο Εσωτερικών, στη σχετική δίκη παρίσταται αρμοδίως ο Υπουργός Εσωτερικών. Εξ άλλου, το, κατά το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 2472/1997 (Α' 50), πρόστιμο, κατά του οποίου δεν προβλέπεται η άσκηση προσφυγής ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καταλείπει διοικητικής φύσεως συνέπειες και επομένως, η νομιμότητα επιβολής του ελέγχεται ακυρωτικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας και υπό την εκδοχή ότι κατά της πράξεως αυτής θα μπορούσε το Δημόσιο να ασκήσει ανακοπή του άρθρου 217 του ν. 2717/1999 (Α' 97). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 2472/1997 προκύπτει ότι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα αποτελεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή, τα μέλη της οποίας απολαύουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, έχει δε χαρακτήρα συλλογικού διοικητικού οργάνου, το οποίο δεν υπόκειται μεν σε οποιονδήποτε διοικητικό έλεγχο, αλλά υπάγεται κατά κλάδο στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Οι αποφάσεις της Αρχής λαμβάνονται με πλειοψηφία τεσσάρων τουλάχιστον μελών της και με φανερή, κατ' αρχήν, ψηφοφορία, αποτελούν δε διοικητικές πράξεις. Τα σχετικά με τις συνεδριάσεις, τη λειτουργία, τις αποφάσεις της ως άνω Αρχής καθώς με το περιεχόμενο και τον τύπο των πράξεων αυτής ρυθμίζονται από τον ν. 2472/1997, τον κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα υπ' αριθ 6/27.11.1997 Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής (Β' 1095) και ελλείψει ειδικών διατάξεων, από τον κυρωθέντα με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α' 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Κατά τον Ν. 2472/1997 η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα υποχρεούται να καταχωρεί στα πρακτικά της τις μειοψηφούσες γνώμες και επί φανερών ψηφοφοριών, τα ονόματα των μειοψηφούντων μελών της.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/6/2019

Καταβολή μισθοδοσίας ωρομίσθιων παιδαγωγών:..Με δεδομένα αυτά, η Επιχείρηση, προβλέποντας στην προκήρυξη τη δυνατότητα υποβολής ένστασης κατά των προσωρινών πινάκων κατάταξης ενώπιόν της, πέραν αυτής που ο νόμος προβλέπει κατά των οριστικών πινάκων κατάταξης ενώπιον του ΑΣΕΠ, επιτρεπτώς αυτοδεσμεύτηκε. Περαιτέρω, η πρόσληψη του ανωτέρω προσωπικού συντελέστηκε με την ανάρτηση των οριστικών πινάκων από την ορισθείσα Επιτροπή αξιολόγησης η οποία νομίμως συγκροτήθηκε από μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου στο μέτρο που αυτό είναι αρμόδιο για τον διορισμό του προσωπικού της επιχείρησης άρθρο 6 παρ. 1, περ. α΄ και παρ. 3 της 43254/2007 απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης «Κωλύματα, ασυμβίβαστα, συγκρότηση και λειτουργία Διοικητικού Συμβουλίου δημοτικών και κοινοτικών κοινωφελών επιχειρήσεων του ν. 3463/2006», Β΄ 1492, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 264 περ. β΄ του «Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» και Ε.Σ. Πρ. Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο VIΙ Τμ. 97/2013). Η δε ανάθεση στην ίδια Επιτροπή που διενήργησε την πρόσληψη και της αρμοδιότητας εξέτασης των ενστάσεων κατά των προσωρινών πινάκων δεν αντίκεται στην αρχή της αμεροληψίας (βλ. άρθρο 7 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999, Α΄45, «Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας») διότι, σε κάθε περίπτωση, αρμόδιο να αποφανθεί οριστικά, κατ’ ένσταση, επί της νομιμότητας της πρόσληψης είναι το Α.Σ.Ε.Π. Περαιτέρω, τα οικονομικά κριτήρια ναι μεν δεν περιλαμβάνονται σε εκείνα που απαριθμεί η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 11Α του ν. 2190/1994 πλην όμως, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτά είναι συναφή με το αντικείμενο της προκήρυξης, ήτοι την πρόσληψη άνεργου ωρομίσθιου προσωπικού, και δεν υποβλήθηκε ένσταση αναφορικά με την πρόβλεψή τους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συμπερίληψή τους δεν επέδρασε στη δημοσιολογιστική νομιμότητα της επίμαχης δαπάνης..(..)Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η δαπάνη που εντέλλεται με το Α12 οικονομικού έτους 2018, χρηματικό ένταλμα πληρωμής της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης Δήμου ..., θα μπορούσε να θεωρηθεί λόγω πλάνης εάν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2018 τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει.


ΣτΕ/122/2008

Προμήθεια "αντιδραστηρίων ανοσολογικών εξετάσεων".(...)Επειδή, εξάλλου, το ν.δ. 3026/1954 ("Περί του Κώδικος των Δικηγόρων", Α΄ 235), ορίζει στο άρθρο 52 ότι "1. Ο Δικηγόρος έχει το δικαίωμα να εκδίδη επικυρωμένα υπ'αυτού αντίγραφα των παρ' αυτώ υπαρχόντων παντός είδους εγγράφων, ως υπεύθυνος περί της ακριβείας αυτών. 2. Τα τοιαύτα αντίγραφα έχουσι πλήρη ισχύν αντιπεφωνημένου αντιγράφου. 3. Δημόσιος υπάλληλος... αρνούμενος να δεχθή και σεβασθή τοιούτον αντίγραφον τιμωρείται α) επί παραβάσει καθήκοντος αυτεπαγγέλτως ή τη εγκλήσει του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και β) πειθαρχικώς τουλάχιστον δια προσωρινής παύσεως". Περαιτέρω, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (ΚΔΔ, Α΄ 45) όριζε στο άρθρο 11 ότι "1...2. Την επικύρωση αντιγράφου από το πρωτότυπο, ή από το ακριβές αντίγραφο της αρχής που εξέδωσε το πρωτότυπο, μπορεί να ζητήσει ο ενδιαφερόμενος από οποιαδήποτε διοικητική αρχή, δικηγόρο ή συμβολαιογράφο...3. Οι διοικητικές αρχές οφείλουν να δέχονται επικυρωμένα αντίγραφα πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων δικαιολογητικών στοιχείων...", σύμφωνα δε με το άρθρο 33 αυτού "1. Από την έναρξη ισχύος του Κώδικα, αν σε αυτόν ορίζεται διαφορετικά, καταργείται κάθε γενική διάταξη, η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν. 2...". Οι ως άνω, όμως, διατάξεις του άρθρου 11 του ΚΔΔ τροποποιήθηκαν με το άρθρο 16 του ν. 3345/2005 (Α΄ 138), που διέπει, ως εκ του χρόνου ισχύος του, τον επίδικο διαγωνισμό ως εξής: "1...2. Την επικύρωση αντιγράφου από το πρωτότυπο ή από το ακριβές αντίγραφο της διοικητικής αρχής που το εξέδωσε μπορεί να ζητήσει κάθε ενδιαφερόμενος από όλες τις διοικητικές αρχές και τα ΚΕΠ. Αντίγραφα των ανωτέρω επικυρώνονται και από δικηγόρους...σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την άσκηση των λειτουργημάτων τους...3. Τα επικυρωμένα κατά τα ανωτέρω αντίγραφα εγγράφων που εξέδωσε διοικητική αρχή... γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από τη Διοίκηση, όπως τα πρωτότυπα". Επομένως, η ανωτέρω γενική διάταξη του άρθρου 52 του Κώδικα περί Δικηγόρων, η οποία αναφέρεται σε δυνατότητα επικυρώσεως από δικηγόρο αντιγράφου εγγράφου "παντός είδους" και συνέχισε να ισχύει υπό την αρχική μορφή του ΚΔΔ, πρέπει να θεωρηθεί ότι καταργήθηκε, ειδικώς ως προς τα μη προερχόμενα από "διοικητική αρχή" έγγραφα, από τη μεταγενέστερη και ειδικότερη από την εξεταζομένη άποψη, διάταξη του άρθρου 16 του ν. 3345/2005, με συνέπεια το ανεπίτρεπτο, υπό το καθεστώς της τελευταίας αυτής διατάξεως, της επικυρώσεως από δικηγόρο αντιγράφων εγγράφων μη προερχομένων από διοικητική αρχή.7. Επειδή, η προσφορά της αιτούσας, με την οποία αυτή προσκόμισε επικυρωμένα από δικηγόρο αντίγραφα των απαιτουμένων από τη διακήρυξη βεβαιώσεων του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη πτωχεύσεως, εκκαθαρίσεως ή συνδρομής άλλης ανάλογης καταστάσεως, ήτοι εγγράφων μη προερχομένων από "διοικητική αρχή" κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως του ν. 3345/2005, ήταν, κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, απαράδεκτη. Επομένως, η εν λόγω προσφορά ορθώς απερρίφθη με την ως άνω αιτιολογία, οι δε περί του αντιθέτου λόγοι δεν πιθανολογούνται σοβαρώς ως βάσιμοι.


ΣτΕ/326/2008

Επειδή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ισότητος των διαγωνιζομένων και της διαφάνειας, οι οποίες διέπουν το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και κατοχυρώνονται ήδη ρητώς στο άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, όταν η αναθέτουσα αρχή επιλέγει ως κριτήριο αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως το προβλεπόμενο στο άρθρο 53 της αυτής οδηγίας κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, οφείλει, προκειμένου να διασφαλισθούν συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού, να οργανώσει κατά τέτοιο τρόπο τη διαγωνιστική διαδικασία, ώστε να καταστεί απολύτως αδύνατος ο επηρεασμός της αξιολογήσεως των τεχνικών προσφορών από το ύψος των οικονομικών προσφορών (πρβλ. ΣτΕ 2283/2006, 1452/2000, 2478/1997, καθώς και Ε.Α. 1234/2007, 599/2007, 374/2007, 21/2006, 44/2005, 51/2002 κ.ά.). Κατά συνέπεια, διατάξεις Διακηρύξεως, οι οποίες δεν διασφαλίζουν πλήρως ότι η αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών διενεργείται και περατώνεται σε χρόνο κατά τον οποίον δεν έχουν ακόμη αποσφραγισθεί οι οικονομικές προσφορές ή διατάξεις Διακηρύξεως, οι οποίες επιτρέπουν έστω και τον έμμεσο ή κατά προσέγγιση προσδιορισμό του ύψους των οικονομικών προσφορών προ της αποσφραγίσεώς τους, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στις ανωτέρω θεμελιώδεις αρχές. Και ναι μεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ως άνω ερμηνεία της οδηγίας 2004/18/ΕΚ δεν είναι απηλλαγμένη από κάθε εύλογη αμφιβολία και ότι, ως εκ τούτου, τίθεται ζήτημα υποβολής σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (βλ. σχετικώς Δ.Ε.Κ. απόφαση της 6.10.1982, 283/1981, CILFIT, Συλλογή 1982, σελ. 3415), τούτο, όμως, δεν υποχρεώνει την Επιτροπή Αναστολών στην υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Κ. κατ’ εφαρμογή του άρθρου 234 παράγραφος 3 της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος, δοθέντος ότι η υπό κρίση αίτηση αφορά, πάντως, στην παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, ενώ το τιθέμενο ζήτημα ερμηνείας της οδηγίας 2004/18/ΕΚ και, επομένως, το ενδεχόμενο να παραπεμφθεί επί του ζητήματος τούτου προδικαστικό ερώτημα στο Δ.Ε.Κ., θα εξετασθεί εκ νέου στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης, η οποία θα ανοιγεί εάν η αιτούσα ασκήσει συναφή αίτηση ακυρώσεως (βλ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 24.5.1977, 107/76, Hoffmann – La Roche, Rec. 1977, p. 957, σκέψεις 4-6 και της 27.10.1982, 35-6/82, Morson και Jhanjan, Συλλογή 1982, σελ. 3723, σκέψεις 8 – 10, καθώς και Ε.Α 400/2005, 80-3/2005, 240/2004, 81/2004, 684/2003, 73/1999 κ.ά).


ΣΤΕ/ΕΑ/236/2018

Προμήθεια και εγκατάσταση μηχανολογικού εξολπλισμού..Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα και ανεξαρτήτως του εκτελεστού ή μη χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως διότι έχει πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου εφόσον η προσβαλλόμενη εξάντλησε το περιεχόμενό της (πρβλ. Ε.Α. 109/2010, 103/2009, 525/2007, 996/2006). Και ναι μεν με την κρινόμενη αίτηση, και τα συναφώς κατατεθέντα από 2.6. και 16.7.2018 υπομνήματα οι αιτούσες προβάλλουν α) ότι υφίστανται ανεπανόρθωτη βλάβη από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξεως συνιστάμενη σε διαρκή προσβολή της προσωπικότητας και επαγγελματικής τους υπόληψης, δεδομένου ότι υποχρεώνονται να υποβάλλουν συνεχώς αιτήματα αυτοεξαίρεσης από την εξέταση προσφυγών προερχόμενων από την ... ... ή όταν αναθέτουσα αρχή είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης· τα αιτήματα δε αυτά, όπως ιστορούν, άλλοτε γίνονται δεκτά και άλλοτε απορρίπτονται, και β) ότι η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξεως «[...] βάλλει κατά της ανεξαρτησίας, αμεροληψίας και εύρυθμης λειτουργίας της Αρχής, αφού αποτελεί την βάση για δυνητική από κάθε ενδιαφερόμενο μεθόδευση επιλογής της σύνθεσης της ΑΕΠΠ που θα εξετάσει την προσφυγή του [...]». Οι προαναφερθέντες όμως ισχυρισμοί είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέοι, διότι η βλάβη την οποία επικαλούνται οι αιτούσες αποκαθίσταται σε περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως. Εξάλλου, η εκ μέρους των αιτουσών επίκληση της εν τοις πράγμασι αποδοκιμασίας του προσώπου εκάστης εξ αυτών, δεν φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου· απεναντίας, όπως οι ίδιες αναφέρουν στα υπομνήματά τους, το συναποτελούμενο από αυτές .... κλιμάκιο της ΑΕΠΠ, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως, χρεώνεται με προσφυγές προς εξέταση, κατά τρόπο μάλλον ισοβαρή προς τα λοιπά κλιμάκια (βλ. το από 23.7.2018 υπόμνημα της ΑΕΠΠ). Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί περί βλάβης της ανεξαρτησίας και εύρυθμης λειτουργίας της ΑΕΠΠ είναι απορριπτέοι, προεχόντως διότι προβάλλονται εκ συμφέροντος τρίτου (πρβλ. Ε.Α. 156/2017).Επειδή, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως (περί μη τήρησης του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακροάσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας, άλλως περί μη νόμιμης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων περί μεροληψίας, κωλυμάτων και εξαιρέσεως των μελών των διοικητικών οργάνων) δεν παρίστανται προδήλως βάσιμοι, ώστε να τίθεται θέμα χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξεως κατά το άρθρο 52 παρ. 7 του π.δ. 18/1989.


ΕλΣυν/Κλ.Ζ/304/2010

Από τις ανωτέρω διατάξεις (3316/2005,2690/1999)διατάξεις , σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2690/1999, ΦΕΚ Α΄ 45), που ορίζει ότι: «Όπου ο νόμος, για την έκδοση διοικητικής πράξης, προβλέπει προηγούμενη γνώμη (απλή ή σύμφωνη) (…) άλλου οργάνου (…) η γνώμη (…) πρέπει να είναι έγγραφη, αιτιολογημένη και επίκαιρη κατά το περιεχόμενό της» αλλά και με τη γενική αρχή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, η οποία απορρέει από τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων στους δημόσιους διαγωνισμούς, συνάγεται, πλην άλλων, ότι η αξιολόγηση των προσφορών των υποψηφίων για την ανάληψη δημοσίας συμβάσεως μελετών πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, με την παράθεση, στο οικείο πρακτικό, των στοιχείων που ελήφθησαν υπ' όψιν για την επιλογή του αναδόχου (βλ. Πρ. VI Tμ. 168/2008, 253/2007). Η επιλογή αυτή λαμβάνει χώρα κατόπιν αξιολογήσεως, κατ' εκτίμηση των οριζομένων στο νόμο και τη διακήρυξη κριτηρίων, των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, η δε βαθμολόγηση, ερειδομένη επί συγκριτικής εκτιμήσεως των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, ανταποκρινόμενα στα προμνησθέντα νόμιμα κριτήρια (βλ. ΣτΕ 2321/2009, Ε.Α. ΣτΕ 541/2009 και πρβλ. ΕΑ ΣτΕ 1073/2008, 944/2007). Τέλος, από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ν. 3316/2005 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της οικείας διακηρύξεως, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (οδηγίες 2004/18 και 2004/17) και των εξ αυτού απορρεουσών αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας, συνάγεται ότι α) η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη, όλα τα κριτήρια για την ανάθεση του έργου τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει προς τον σκοπό όπως καταστήσει γνωστό στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους, τα κριτήρια αναθέσεως στα οποία πρέπει αυτές να ανταποκρίνονται, καθώς και τη σχετική τους σημασία (βλ. αποφάσεις ΔΕΚ της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Universale – Bau AG κ.λ.π. κατά Entsorgungsbetriebe Simmering Gmbh, C-470/99, σκ. 97 και 98), β) η αναθέτουσα αρχή δεν δύναται να εφαρμόζει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως που δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 24ης Ιανουαρίου 2008, Λιανάκης κ.λ.π.. κατά Δήμου Αλεξανδρουπόλεως, C- 532/06, σκ. 34 έως 38 και πρβλ. ΣτΕ 798/2009, 4024, 1794/2008, ΣτΕ 3497/2006) και γ) τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται, στην προκήρυξη του διαγωνισμού, κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα ερμηνεύουν κατά τον αυτό τρόπο, τα κριτήρια δε αυτά πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες (βλ. αποφάσεις ΔΕΚ της 17ης Σεπτεμβρίου 2002 Concordia Bus Finland Oy Ab και Ηelsingin Kaupunki,HKL –Bussiliikenne, C-513/99, σκ. 81 έως 83, της 18ης. 10.2001, SIAC Construction Ltd κατά County Council of the County of Mayo, C-19/00, σκ . 41 έως 44). Τεχνική αξιολόγηση.Μη νομίμως βαθμολογήθηκαν η γνώση των δεδομένων της περιοχής και η εμπειρία των συμπράξεων ως κριτήρια αξιολογήσεως, καθόσον αυτά δεν συγκαταλέγονται στα βαθμολογικά κριτήρια της διακηρύξεως, ενώ σε κάθε περίπτωση η εμπειρία δεν αποτελεί επιτρεπόμενο κριτήριο αναθέσεως