Στε/3466/2004
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΙΚΑ. Υπάγονται στην ασφάλισή του και οι απασχολούμενοι με σύμβαση έργου σε ΝΠΔΔ, όπως το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων. Επιβολή πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών. Πρόσθετες εισφορές. Επιβάλλονται ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα του υποχρέου εργοδότη. Ομοια η 3467/2004 ΣτΕ.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/206/2010
Εξαρτημένη εργασία-ασφαλιστικές εισφορές:ότι οι ανωτέρω απασχολούμενοι δεν παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο υπό συνθήκες που απαντώνται στις σχέσεις μισθώσεως εξαρτημένης εργασίας, με την αιτιολογία ότι έλειπε το στοιχείο της νομικής ή υπηρεσιακής ή προσωπικής εξαρτήσεως αυτών από τον εργοδότη τους, στηριζόμενο για την κρίση του αυτή αποκλειστικώς στο περιεχόμενο των οικείων συμβάσεων που οι ανωτέρω εργαζόμενοι είχαν υπογράψει. Στις συμβάσεις δε αυτές, όπως αυτές περιγράφονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι παρείχαν την εργασία τους στο χώρο στεγάσεως της οικείας υπηρεσίας του Δημοσίου, ότι δεν είχαν προκαθορισμένο ωράριο και ότι αμείβονταν κατ’ αποκοπή και όχι με μηνιαίο σταθερό μισθό. Το δικάσαν όμως δικαστήριο δεν περιγράφει τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες οι ανωτέρω απασχολούμενοι παρείχαν «εν τοις πράγμασι» την εργασία τους? δεν περιγράφει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι ανωτέρω εργαζόμενοι εκτελούσαν τα καθήκοντά τους, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της κρίσεώς του ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω το στοιχείο της υπηρεσιακής εξαρτήσεως των ανωτέρω εργαζομένων από τον εργοδότη τους. Με τα δεδομένα αυτά, η ανωτέρω κρίση του διοικητικού εφετείου παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη. Περαιτέρω, ενώ το δικάσαν δικαστήριο δέχεται ότι από τις οικείες συμβάσεις που είχαν υπογράψει οι ανωτέρω εργαζόμενοι προέκυπτε ότι αυτοί παρείχαν την εργασία τους στο χώρο στεγάσεως της οικείας υπηρεσίας του Δημοσίου – γεγονός το οποίο εδικαιολογείτο, κατά το διοικητικό εφετείο, λόγω της φύσεως και του αντικειμένου της εργασίας που αυτοί είχαν αναλάβει, η οποία, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προϋπέθετε κάποιου είδους καθοδήγηση και επιτήρηση από τα αρμόδια δημόσια όργανα – καταλήγει στην αντιφατική κρίση ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι δεν τελούσαν σε υπηρεσιακή ή προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη τους. Για το λόγο, συνεπώς, αυτόν, της πλημμελούς δηλαδή και αντιφατικής αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΣΤΕ/3104/2009
Εξαρτημένη εργασία-ασφαλιστικές εισφορές:..οι ανωτέρω απασχολούμενοι δεν παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο υπό συνθήκες που απαντώνται στις σχέσεις μισθώσεις εξαρτημένης εργασίας, με την αιτιολογία ότι έλειπε το στοιχείο της νομικής ή υπηρεσιακής ή προσωπικής εξαρτήσεως αυτών από τον εργοδότη τους, στηριζόμενο για την κρίση του αυτή αποκλειστικώς στο περιεχόμενο των οικείων συμβάσεων που οι ανωτέρω εργαζόμενοι είχαν υπογράψει. Στις συμβάσεις δε αυτές, όπως αυτές περιγράφονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι παρείχαν την εργασία τους στο χώρο στεγάσεως της οικείας υπηρεσίας του Δημοσίου, ότι δεν είχαν προκαθορισμένο ωράριο και ότι αμείβονταν κατ’ αποκοπή και όχι με μηνιαίο σταθερό μισθό. Το δικάσαν όμως δικαστήριο δεν περιγράφει τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες οι ανωτέρω απασχολούμενοι παρείχαν «εν τοις πράγμασι» την εργασία τους δεν περιγράφει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι ανωτέρω εργαζόμενοι εκτελούσαν τα καθήκοντά τους, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της κρίσεώς του ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω το στοιχείο της υπηρεσιακής εξαρτήσεως των ανωτέρω εργαζομένων από τον εργοδότη τους. Η περιγραφή των πιο πάνω συνθηκών ήταν απαραίτητη ενόψει των ειδικών ισχυρισμών των αναιρεσειόντων Ταμείων ότι οι συγκεκριμένες εργασίες που εκτελούσαν οι ως άνω εργαζόμενοι παρέχονταν «εν τοις πράγμασι», ως εκ της φύσεώς τους, με τις οδηγίες και τις εντολές του εργοδότη (Δημοσίου), στον τόπο όπου στεγάζονταν οι αντίστοιχες υπηρεσίες του Δημοσίου και σε προκαθορισμένο ωράριο, δηλαδή υποχρεωτικώς στο ωράριο λειτουργίας των ανωτέρω υπηρεσιών. Έτσι, η ανωτέρω κρίση του διοικητικού εφετείου παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη. Περαιτέρω, ενώ το δικάσαν δικαστήριο δέχεται ότι από τις οικείες συμβάσεις που είχαν υπογράψει οι ανωτέρω εργαζόμενοι προέκυπτε ότι αυτοί παρείχαν την εργασία τους στο χώρο στεγάσεως της οικείας υπηρεσίας του Δημοσίου – γεγονός το οποίο εδικαιολογείτο, κατά το διοικητικό εφετείο, λόγω της φύσεως και του αντικειμένου της εργασίας που αυτοί είχαν αναλάβει, η οποία, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προϋπέθετε κάποιου είδους καθοδήγηση και επιτήρηση από τα αρμόδια δημόσια όργανα – καταλήγει στην αντιφατική κρίση ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι δεν τελούσαν σε υπηρεσιακή ή προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη τους. Για το λόγο, συνεπώς, αυτόν, της πλημμελούς δηλαδή και αντιφατικής αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νεά κρίση.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α356/2022
Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων της ΚΥΑ 33700/2890/1950 και της ΥΑ Φ10221/οικ.26816/929/2011, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν και με την υπ’ αριθ. 27/2012 Εγκύκλιο του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, προκύπτει πράγματι, ότι εργαζόμενοι καθαριότητας που απασχολούνται για έξι (6) ώρες ημερησίως επί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα, ήτοι τουλάχιστον τριάντα (30) ώρες εβδομαδιαίως, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, νοούνται ως εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης και εξομοιώνονται μισθολογικά και κοινωνικοασφαλιστικά με αυτούς, δικαιούμενοι το πλήρες ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη επί του οποίου υπολογίζονται και οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, ενώ επίσης, εργαζόμενοι και εργαζόμενες καθαριότητας απασχολούμενοι για έξι (6) ώρες ημερησίως επί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα (πλην των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις προπαρατεθείσες διατάξεις βάσει του χώρου απασχόλησης) υπάγονται στο καθεστώς των βαρειών και ανθυγιεινών εργασιών, πλην όμως, η κατά τα ανωτέρω εξομοίωση αποσκοπεί στην εξασφάλιση ότι οι μερικώς απασχολούμενοι κατά τα 3/4 του πλήρους ωραρίου εργαζόμενοι καθαριότητας θα λαμβάνουν, σε κάθε περίπτωση, το διά των εκάστοτε ΕΓΣΣΕ προβλεπόμενο ελάχιστο ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη πλήρους απασχόλησης (ΕφΠειρ 770/2018, σκ. 3), καθόσον η μείωση των ωρών εργασίας κατά το 1/4 για οποιοδήποτε λόγο (πχ ατομική σύμβαση εργασίας) δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής αυτού. Εξασφαλίζεται δηλαδή, ότι οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων καθαριότητας που απασχολούνται με ωράριο εργασίας έξι (6) ωρών ημερησίως και τουλάχιστον πέντε (5) ημερών εβδομαδιαίως, ήτοι, κατά πλάσμα δικαίου, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, θα πρέπει να υπολογίζονται επί τη βάσει του ελάχιστου νομοθετημένου ημερομισθίου εργατοτεχνίτη, το οποίο δικαιούνται αυτοί να λαμβάνουν, και όχι επί τυχόν μειωμένων καταβαλλόμενων αποδοχών, διότι η καταβολή αυτή δεν είναι νόμιμη στο μέτρο που οι τελευταίες υπολείπονται των κατά τα άνω νόμιμων αποδοχών. Επομένως, η ανωτέρω εξομοίωση δεν καταλαμβάνει και το ποσοστό των εργοδοτικών εισφορών(παρ. 15) που πρέπει να επιβληθεί, αλλά μόνο το ύψος των αποδοχών επί των οποίων πρέπει να επιβληθεί. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα, εργοδότης που καταβάλλει μειωμένο ποσό αποδοχών που αντιστοιχεί στην πραγματική απασχόληση καθαριστών παρότι οι εργαζόμενοι της εν λόγω κατηγορίας θεωρούνται κατά πλάσμα δικαίου ως πλήρους απασχόλησης, θα επωφελείτο και από το μειωμένο ποσοστό εργοδοτικής εισφοράς που αντιστοιχεί στους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, σε σχέση με το προβλεπόμενο για τους απασχολούμενους με μερική απασχόληση. Εν προκειμένω, όπως άλλωστε προκύπτει από το περιεχόμενο της οικονομικής προσφοράς της παρεμβαίνουσας, αλλά δέχθηκε και η ΑΕΠΠ, αυτή, παρότι επικαλείται τις προπαρατεθείσες διατάξεις, στη συνέχεια, υπολογίζει τις απολαβές των εργαζόμενων με εξάωρη απασχόληση μειωμένες έναντι των απολαβών των εργαζόμενων με πλήρη απασχόληση, ενώ περαιτέρω, τις υπάγει όσον αφορά το αντίστοιχο ποσοστό ασφαλιστικών εισφορών, σε συνολικό ποσοστό 24,69% που βαρύνει συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Ενόψει όμως, των όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, το ποσοστό των οφειλόμενων εισφορών για τους εργαζόμενους με ωράριο εργασίας έξι (6) ωρών ημερησίως και τουλάχιστον πέντε (5) ημερών εβδομαδιαίως, θα έπρεπε να ανέρχεται σε 25,17% και όχι σε 24,69% που δηλώθηκε, με αποτέλεσμα η προσφορά της εν λόγω εταιρείας να μην είναι νόμιμη ως προς το σκέλος αυτό, όπως βασίμως προβάλλει η αιτούσα με το σχετικό λόγο της αιτήσεως ακυρώσεως. Η αντίθετη δε κρίση της ΑΕΠΠ, παρίσταται εσφαλμένη και για τούτο ακυρωτέα.
ΝΣΚ/30/2023
Ερωτάται: Α. Εάν δεδομένης της από 22.12.2022, δήλωσης του Μ.Α., έμμισθου δικηγόρου της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε., περί αναδρομικής επιλογής του τ. ΤΑΠ-ΔΕΗ ως υποχρεωτικού φορέα ασφάλισής του (στο οποίο ΤΑΠ-ΔΕΗ ουδέποτε είχε προηγουμένως ασφαλισθεί), συντρέχει περίπτωση αναδρομικής ασφάλισής του στον ως άνω Φορέα, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ο Μ.Α. προέβη στις 27.06.2013 σε υποβολή Υπεύθυνης Δήλωσης, διά της οποίας δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε την υπαγωγή του στον ασφαλιστικό φορέα ΤΑΠ-ΔΕΗ. Β. Εάν εν προκειμένω πληρούνται οι προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 45 του ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων), περί αυτοδίκαιης λύσεως της συμβάσεως έμμισθης εντολής που συνδέει τον δικηγόρο Μ.Α. με τη ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.(...)1. Επί του πρώτου σκέλους: Η από 22.12.2022 δήλωση του Μ.Α. περί «επιλογής του ΤΑΠ-ΔΕΗ, ως υποχρεωτικού φορέα ασφάλισής του στον ΕΦΚΑ», είναι άκυρη και δεν δύναται να οδηγήσει σε αναδρομική ασφάλισή του στο τ. ΤΑΠ-ΔΕΗ, δεδομένου ότι: α. Μετά την υποβολή στη ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. της από 27.06.2013 δηλώσεως του Μ.Α. περί εξαίρεσής του από την παράλληλη ασφάλιση στο τ. ΤΑΠ-ΔΕΗ και την πάροδο της προβλεπόμενης στο νόμο προθεσμίας των τριών μηνών από της προσλήψεώς του προς άσκηση του σχετικού δικαιώματος επιλογής, η οποία αποτελεί αποσβεστική προθεσμία κατά την έννοια του άρθρου 279 του Αστικού Κώδικα, τούτος δεν εδικαιούτο να επανέλθει και να υποβάλει στην εργοδότριά του νεότερη δήλωση με διαφορετικό περιεχόμενο, γιατί το σχετικό δικαίωμά του είχε ήδη αποσβεσθεί. β. Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η προαναφερθείσα προθεσμία δεν είναι αποσβεστική και ότι κατ’ αρχήν ο Μ.Α. είχε δικαίωμα να επανέλθει και να υποβάλει νεότερη δήλωση με διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη και πάλι η δήλωση αυτή δεν θα μπορούσε να επιφέρει την επιδιωκόμενη από αυτόν - αναδρομική - υπαγωγή του στην ασφάλιση του τ. ΤΑΠ-ΔΕΗ. Και τούτο, διότι η καθυστέρηση ενεργοποίησης του ασφαλιστικού δεσμού επί μακρό χρόνο (εν προκειμένω επί οκτώ και πλέον έτη), δεν είναι σύμφωνη προς τις αρχές οι οποίες πρέπει να διέπουν τις σχέσεις του ασφαλισμένου προς τον ασφαλιστικό φορέα και κατ’ επέκταση δεν επιτρέπεται παρά μόνο όταν προβλέπεται από ρητή διάταξη νόμου ή όταν δικαιολογείται από εξαιρετικά σοβαρό λόγο. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν στην περίπτωση του Μ.Α., δεδομένου ότι δεν υφίσταται διάταξη νόμου που να επιτρέπει την αναδρομική του υπαγωγή στην ασφάλιση του τ. ΤΑΠ-ΔΕΗ και η απλή μεταστροφή της βούλησής του περί της υπαγωγής του στην παράλληλη αυτή ασφάλιση δεν δύναται από μόνη της και άνευ ετέρου σοβαρού επιχειρήματος να θεωρηθεί «εξαιρετικά σπουδαίος λόγος», ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αναδρομική υπαγωγή του σε αυτή. γ. Η μη υπαγωγή του στην παράλληλη ασφάλιση του πρώην ΤΑΠ-ΔΕΗ, δεν οφείλεται σε τυχόν παραδρομή ή άρνηση του ασφαλιστικού οργανισμού να τον ασφαλίσει, αλλά οφείλεται σε συνειδητή επιλογή του ιδίου του Μ.Α. για εξαίρεσή του από αυτή, η οποία εκφράσθηκε διά γραπτής, αμετάκλητης, δηλώσεώς του, σύμφωνης προς τις επιταγές του νόμου και ως εκ τούτου δεσμευτικής, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τον εργοδότη του. δ. Σε κάθε περίπτωση, δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του η προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 23 παράγραφος 3 του ν. 4892/2022 προϋπόθεση για τη νόμιμη υποβολή τοιαύτης δηλώσεως, η οποία προϋπόθεση συνίσταται στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού του δηλούντα με δύο (ή περισσότερους) φορείς, ανάμεσα στους οποίους καλείται να επιλέξει διά της υποβαλλομένης στον e-ΕΦΚΑ δηλώσεώς του. Και τούτο διότι ο Μ.Α. ουδέποτε ενεγράφη στα μητρώα του πρώην ΤΑΠ-ΔΕΗ, ουδέποτε καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές στο όνομά του, ούτε έλαβε χώρα οποιοσδήποτε σχετικός διακανονισμός για την καταβολή τους και ως εκ τούτου ουδέποτε τον συνέδεε ενεργός ασφαλιστικός δεσμός με το εν λόγω Ταμείο (ομόφωνα). 2. Επί του δεύτερου σκέλους: Η περίπτωση του Μ.Α. εμπίπτει ευθέως στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθ. 45 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), διότι από την 31.12.2022 πληρούνται στο πρόσωπό του όλες οι προβλεπόμενες από αυτή προϋποθέσεις εφαρμογής της, δεδομένου ότι αυτός: α. είναι ασφαλισμένος μόνο στο τ. ΕΤΑΑ-ΤΑΝ (και ουδέποτε υπήρξε ασφαλισμένος στο τ. ΤΑΠ-ΔΕΗ), β. έχει θεμελιώσει δικαίωμα λήψης πλήρους σύνταξης από τον ανωτέρω ασφαλιστικό οργανισμό (τ. ΕΤΑΑ-ΤΑΝ), ο οποίος πλέον έχει ενταχθεί στον e-ΕΦΚΑ (ημερομηνία έναρξης ασφάλισης: 28.08.1981) και γ. έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας των 67 ετών την 31.12.2022 (έτος γέννησης: 1955). Ως εκ τούτου, η σύμβαση έμμισθης εντολής που τον συνέδεε με την εργοδότριά του ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε., θα πρέπει να θεωρηθεί ως αυτοδικαίως λυθείσα την 31.12.2022 (ομόφωνα).