ΠΟΛ.25/1973
Τύπος: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ-ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ-ΠΟΛ
Περί κοινοποιήσεως του υπ' αριθ. 1297/1972 Νομοθετικού Διαταγματος «περί παροχής φορολογικών κινήτρων δια την συγχώνευσιν ή μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μοναδων».
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Ν.Δ.1297/1972
Περί παροχής φορολογικών κινήτρων δια την συγχώνευσιν ή μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων.
Ν 1646/1951
Περί κυρώσεως και συμπληρώσεως του υπ` αριθ. 1500/1950 Α.Ν. "περί ρυθμίσεως των εκτός δημοσίας ληψοδοσίας Ειδικών Λογαριασμών και περί παροχής εξουσιοδοτήσεως δια την κατάργησιν ή συγχώνευσιν Νομικών Προσώπων
Ν.1069/1980
Περί κινήτρων δια την ίδρυσιν Επιχειρήσεων Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως.
Ν.289/1976
Περί παροχής κινήτρων δια την ανάπτυξιν παραμεθορίων περιοχών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων.
Ν.849/1978
Περί παροχής κινήτρων δια την ενίσχυσιν της περιφερειακής και οικονομικής αναπτύξεως της Χώρας
ΒΔ 750/1972
Περί ρυθμίσεως λεπτομερειών τινών δια την εφαρμογήν του Ν.Δ. 1196/1972 <περί της δια μικροφωτογραφιών τηρήσεως των αρχείων των Δημοσίων Υπηρεσιών, Ν.Π.Δ.Δ και Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και της αποδεικτικής αυτών ισχύος>.
ΝΣΚ/181/2001
ΓνΝΣΚ(Τμ.Ε)181/2001 Δημόσια έργα. Προσφυγή αναδόχου Κοινοπραξίας. Ανατοκισμός. Τόκοι υπερημερίας. Νομιμότητα αποφάσεων. Εν προκειμένω δεν συνέτρεξε καμία των, ως άνω, προϋποθέσεων ανατοκισμού, ενώ αντιθέτως συνέτρεξε αρνητικός όρος αυτής, όπως η κατάθεση (άσκηση) της προσφυγής της αναδόχου Κ/Ξ (προσφυγής χωρίς ειδικό και συγκεκριμένο, περί ανατοκισμού, αίτημα) πριν από την πάροδο της προαπαιτούμενης ελάχιστης χρονικής περιόδου δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας (ημερομηνία καταθέσεως της προσφυγής: 19-4-95, έναρξη τόκων υπερημερίας: 16-6-94). β) Η προσφυγή της αναδόχου Κ/Ξ καθίσταται, δυνάμει ειδικώς θεσμοθετημένου δικαίου, ένδικο βοήθημα (μέσο) που τελεί υπό δικονομική και ουσιαστική ισοδυναμία με την αγωγή, κατά τη δικαιοτελεστική της λειτουργία και τις, εκ της ασκήσεώς της (καταθέσεως), συνέπειες, στο πλαίσιο δίκης σχετικής με διαφορές από σύμβαση εκτελέσεως δημοσίων έργων. γ) Η αριθ. 416/98 δικαστική απόφαση, αποφαίνεται στο εύρος του, και προδικαστικώς (δια της ενστάσεως και αιτήσεως θεραπείας) νομιμοποιουμένου αιτήματος της προσφυγής, επί του οποίου δεν διαλαμβάνει καμιά διάταξη περί ανατοκισμού, αλλά μόνο διάταξη περί καταβολής οφειλομένων, από συγκεκριμένη ημερομηνία, τόκων υπερημερίας, προφανώς του Ν 1947/91, σύμφωνα με το αίτημα και τη νόμιμη προδικασία της προσφυγής καθ όσον, άλλως, αν δηλαδή δεν ταυτίζεται το σχετικό, περί τόκων υπερημερίας, αίτημα της προσφυγής προς αυτό της ενστάσεως και αιτήσεως θεραπείας, το προβαλλόμενο με την προσφυγή αίτημα κρίνεται απαράδεκτο, ως μη νομιμοποιημένο, κατά τα απαιτούμενα στην ενδικοφανή διαδικασία. δ) Αν ασκηθεί εκ μέρους του φορέα -κυρίου του εκτελουμένου έργου αίτηση θεραπείας, όπως πράγματι ασκήθηκε στην περίπτωση του ζητήματος, τότε αναστέλλεται η εκτελεστότητα της αποφάσεως της Προϊσταμένης Αρχής, μέχρις ότου εκδοθεί η, επί της αιτήσεως θεραπείας, απόφαση του αρμοδίου Υπουργού. Συνεπώς, εξ αυτού του αρκούντος λόγου, η Προϊσταμένη Αρχή δεν δικαιούται να διατάξει την διευθύνουσα Υπηρεσία να προβεί στην εκτέλεση της σχετικής, με τον ανατοκισμό, αποφάσεως, μη υφισταμένης επί τούτου σχετικής υποχρεώσεως της διευθύνουσας Υπηρεσίας. Υπό άλλη εκδοχή, κατά τη συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 25 παρ.1,4 του Ν 2683/99 η, ως άνω, Υπηρεσία, αν περί της νομιμότητας των αναγκαίων ενεργειών της είχε επιφύλαξη, θα όφειλε να τη διατυπώσει εγγράφως, προκειμένου να απαλλαγεί των τυχόν ευθυνών της, και να προβεί ακολούθως, στις οφειλόμενες, ως αναγκαίες, ενέργειες της αρμοδιότητάς της. ε) Με την ιστορηθείσα προσφυγή ζητήθηκαν οι τόκοι υπερημερίας, αποκλειστικώς, βάσει του Ν 1947/91, και ότι το ίδιο αίτημα είχε υποβληθεί με τα βοηθήματα της ενδικοφανούς διαδικασίας, που προηγήθηκε της προσφυγής, και επ αυτού του αιτήματος (ευνοούντος προφανώς τον κύριο του έργου) αποφάνθηκε το Δ.Εφ. Πατρών με την αριθ. 416/98 απόφασή του. Ενόψει των ανωτέρω, καταβολή τόκων υπερημερίας βάσει του νομοθετικού καθεστώτος που προηγήθηκε, κατ ισχύ, των Ν 1418/84 και 1947/91, δεν αντιστοιχεί σε αίτημα της προσφυγής και της αιτήσεως θεραπείας ούτε καλύπτεται, περαιτέρω, από τις διατάξεις της, ως άνω, δικαστικής αποφάσεως, μη δυνάμενο συνακολούθως, να ικανοποιηθεί βάσει αυτής της αποφάσεως.
ΝΣΚ/236/2000
Κατάσχεση. Εξόφληση εργολαβικού ανταλλάγματος και επιβολή κατασχέσεως εις χείρας του Δημοσίου, ως τρίτου. Σχετικώς με τις δυνάμει των από 16-11-1998 και 27-8-1999 κατασχετηρίων του ΙΚΑ και του από 15-1-1999 κατασχετηρίου του ….επιβληθείσες εις χείρας του Δημοσίου, ως τρίτου, κατασχέσεις, εάν μεν δεν ετηρήθησαν οι διατυπώσεις του άρθρου 95 του Ν.2362/1995, αυτές είναι αυτοδικαίως άκυρες. Εξάλλου ακόμη και εάν οι ως άνω κατασχέσεις επεβλήθησαν εγκύρως, εφ όσον όπως συνάγεται από το διδόμενο ιστορικό και τα στοιχεία του φακέλλου, το Δημόσιο παρέλειψε να προβεί σε δήλωση και παρήλθε άπρακτη η προθεσμία προς άσκηση ανακοπής, κατ άρθρο 986 Κ.Πολ.Δικ., οι ως άνω κατασχόντες δεν δύνανται πλέον να αμφισβητήσουν την ειλικρίνεια της παραλείψεως αυτής και να επιδιώξουν την προς αυτούς καταβολή των κατασχεθέντων ποσών και γενικώς να επικαλεσθούν τις συνέπειες εκ των γενόμενων κατασχέσεων, οι δε κατασχέσεις έχουν παύσει ως προς το Δημόσιο και έχουν αρθεί ως προς αυτό οι συνέπειές τους. Περαιτέρω σχετικώς με την δυνάμει του από 20-6-1996 κατασχετηρίου της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας Ελλάδος επιβληθείσα εις χείρας του Δημοσίου, ως τρίτου, κατάσχεση, εάν μεν δεν ετηρήθησαν οι υπό του άρθρου 95 του περί Δημοσίου Λογιστικού νόμου οριζόμενες διατυπώσεις είναι επίσης αυτοδικαίως άκυρη, λόγω δε της εκ του λόγου τούτου αυτοδικαίας ακυρότητας της ως άνω κατασχέσεως, το Δημόσιο δεν υπεχρεούτο σε δήλωση και ως εκ τούτου η προς την κατασχούσα Τράπεζα δήλωση τρίτου, που έγινε από τον Δ/ντή της 2ης ΔΕΚΕ του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ/ΓΓΔΕ στις 17-7-1996 ουδεμία συνέπεια έχει για το Δημόσιο. Εξάλλου, και στην περίπτωση κατά την οποία υποβλήθηκε εγκύρως κατάσχεση εις χείρας του Δημοσίου ως τρίτου, από την ως άνω Τράπεζα και το Δημόσιο προέβη σε θετική δήλωση κατά τον υπό του νόμου (άρθρο 985 Κ.Πολ.Δικ.) διαγραφόμενο τρόπο, εφ όσον υφίστανται εκκαθαρισμένες και βεβαιωμένες ανταπαιτήσεις του Δημοσίου κατά του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη…, όπως προκύπτει από το υπ αριθμ.πρωτ. 4719/29-3-2000 έγγραφο της ΔΟΥ ΙΗ Αθηνών και τον συνημμένο σ αυτή πίνακα χρεών του ως άνω οφειλέτη, οι οποίες εγεννήθησαν προ του χρόνου της γενέσεως της κατασχεθείσας απαιτήσεως, προηγούνται της απαιτήσεως της εν λόγω Τράπεζας και ικανοποιούνται δια συμψηφισμού με την κατασχεθείσα απαίτηση, δυναμένου να προταθεί και μετά την κατάσχεση, εφόσον οι ανταπαιτήσεις αυτές ήταν γεγεννημένες κατά τον χρόνο της προς το Δημόσιο κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου.
ΝΣΚ/34/2023
Ερωτάται: Α) Εάν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης της περ. ε΄ της παρ.4 του άρθρου 2 του ν. 4182/2013 που προβλέπει την, κατόπιν έκδοσης υπουργικής απόφασης, υπαγωγή στην εποπτεία του Υπουργού Οικονομικών των κοινωφελών περιουσιών των οποίων η αξία εκτιμάται, μετά την προηγηθείσα εκκαθάριση ως ανώτερη των 10.000.000 ευρώ, στην περίπτωση του ιδρύματος «Χ….», του οποίου η αρμοδιότητα εποπτείας, με την κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 2873/2000, εκδοθείσα κ.υ.α. 1080662/1461/Α0006/8-10-2002 (Β΄ 1330) είχε μεταβιβαστεί στον (τότε) Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, εν συνεχεία δυνάμει των διατάξεων του ν. 3852/2010 στον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατόπιν και μετά την κατάργηση της σχετικής διάταξης με την παρ.1 του άρθρου 28 του ν. 4325/2015 και την σύσταση σε κάθε Αποκεντρωμένη Διοίκηση θέσης Προϊσταμένου που έφερε τον τίτλο «Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης» στον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης και , ήδη, μετά την προσθήκη δυνάμει του άρθρου 63 του ν. 4954/2022 στο άρθρο 6 του ν. 3852/2010 νέου άρθρου 6Α, που προβλέπει ότι σε κάθε Αποκεντρωμένη Διοίκηση προΐσταται Γραμματέας, στον Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Β) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο προηγούμενο σκέλος του ερωτήματος, με βάση ποιό κριτήριο γίνεται η εκτίμηση της ακίνητης περιουσίας (αντικειμενική αξία ή εμπορική) και Γ) εάν ο πρόσφατος ισολογισμός των κοινωφελών περιουσιών των Ιδρυμάτων αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την υπαγωγή τους στην αρμοδιότητα εποπτείας του Υπουργού Οικονομικών.(...)Α) Ο νομοθέτης, στα πλαίσια άσκησης της εξουσίας του και της συνταγματικά επιτρεπτής διακριτικής του ευχέρειας, επαναξιολογώντας τον τρόπο υλοποίησης της συνταγματικής υποχρέωσης για διασφάλιση της βούλησης των δωρητών και διαθετών κοινωφελών περιουσιών, προέκρινε, προκειμένου για τις μεγάλης αξίας κοινωφελείς περιουσίες, την άσκηση της κρατικής εποπτείας δια του Υπουργού Οικονομικών, ως προσφορότερου τρόπου για την εξυπηρέτηση του υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος σκοπού. Το γεγονός ότι στο παρελθόν, υπό την ισχύ του παλαιότερου νομοθετικού πλαισίου του α.ν. 2039/1939 και του ν. 2873/2000, υπήρξε, με την από 8.10.2002 κ.υ.α., μερική μεταβίβαση της αρμοδιότητας εποπτείας της κεντρικής διοίκησης (Υπουργού Οικονομικών) προς τις περιφερειακές κρατικές υπηρεσίες (Γεν. Γραμματέα τότε Περιφέρειας) επί συγκεκριμένων και περιοριστικώς σε κατάλογο αναφερομένων κοινωφελών περιουσιών (ιδρυμάτων και κληροδοτημάτων), δεν κωλύει τον νομοθέτη να προβεί σε αναδιοργάνωση του εν γένει συστήματος εποπτείας, επαναφέροντας αρμοδιότητα στην κεντρική διοίκηση, εφόσον αυτό προκρίνει ως επωφελέστερο για τον σκοπό αυτό, ούτε επιβάλλει στον νομοθέτη την εσαεί διατήρηση μερικής εποπτείας των συγκεκριμένων κοινωφελών περιουσιών, μέσω των περιφερειακών κρατικών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση του ιδρύματος του ερωτήματος, είναι δυνατή η, μετά από έκδοση σχετικής ειδικής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών , υπαγωγή του Ιδρύματος Γ. και Α.Χ. στην εποπτεία του. Ως προς τα ζητήματα που τίθενται με το Β΄ και Γ΄ σκέλος του ερωτήματος, με τις περί μητρώου διατάξεις των άρθρων 12 έως και 14 του νέου Κώδικα (ν. 4182/2013) , που ικανοποιούν την συνταγματική επιταγή της παρ. 3 του άρθρου 109 Σ, για τη σύνταξη κεντρικού και αποκεντρωμένων μητρώων κοινωφελών περιουσιών, ο νομοθέτης έθεσε τις γενικές αρχές και κατευθύνσεις ως προς τον τρόπο τήρησης και λειτουργίας των μητρώων κοινωφελών περιουσιών. Ειδικότερα, ως προς τον υπολογισμό της αξίας των ακινήτων, η παρ. 4 του άρθρου 13 ρητά αναφέρει ότι, κατά τη σχετική καταχώριση στο μητρώο, λαμβάνεται υπόψη η αντικειμενική ή φορολογητέα αξία τους, προκειμένου δε για την επικαιροποίησή της, απαιτείται υποχρεωτικά η αναφορά της φορολογητέας αξίας κάθε ακινήτου στον ετήσιο ισολογισμό. Η Διοίκηση, συνεπώς, για τον υπολογισμό και την επικαιροποίηση της αξίας των ακινήτων των κοινωφελών περιουσιών, υποχρεούται να εφαρμόζει τις, κατά περίπτωση, ισχύουσες διατάξεις του ν.4182/2013 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων, σε συνδυασμό με τις εκάστοτε ισχύουσες εγκύκλιες οδηγίες. Η καταλληλότητα ή το πρόσφορον του ισολογισμού, ως μέσου αποδεικτικού της αξίας περιουσιακών στοιχείων κοινωφελών περιουσιών, αποτελεί ζήτημα τεχνικό και αναγόμενο στην ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης (ομόφωνα).