Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΠΟΛ 1219/2011
Κοινοποίηση γνωμοδότησης περί της επιβολής ή μη προστίμων του Κ.Β.Σ. σε βάρος των κληρονόμων αποβιώσαντα υποχρέου (ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΕΤΑΙ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡΙΘΜ.291/2011 Ν.Σ.Κ)
ΣΤΕ/1389/2019
Φορολογία ακινήτων. Ειδικός φόρος ακινήτων του άρθρου 15 του Ν. 3019/2002. Εξαίρεση από το φόρο των ακινήτων Εταιρείας εδρεύουσας σε άλλο κράτος της ΕΕ. Η φορολογική αρχή νομίμως στηρίζεται στα στοιχεία περί των μετόχων της εταιρείας που προκύπτουν από το μητρώο εταιρειών του εν λόγω κράτους, τα οποία τεκμαίρονται ως αληθή και ακριβή. Το τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί μόνο μέσω πράξης αρμόδιου οργάνου του κράτους της έδρας της εταιρείας, που πρέπει να επικαλεσθεί και να προσκομίσει ο αιτούμενος την εξαίρεση από το φόρο. Το ζήτημα των προϋποθέσεων εξαίρεσης από το φόρο ρυθμίζεται αποκλειστικά από τον Ν. 3091/2002. Για την εφαρμογή του άρθρου 3 περ. ε` εδ. β` του Ν. 3091/2002 απαιτείται το σύνολο των μετοχών της α.ε. με έδρα χώρα της ΕΕ να ανήκει σε μία εταιρεία. Ο νόμος δεν διακρίνει τυπική και ουσιαστική κυριότητα των μετοχών. Εφόσον απαγορεύεται η καταχώριση ανακοίνωσης εμπιστεύματος στο μητρώο εταιρειών, κάτοχος των μετοχών είναι η εταιρεία. Το άρθρο 15 του Ν. 3091/2002, με την οποία επιβάλλεται φόρος σε ποσοστό 15%, δεν προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ. 5, 5 και 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Ο επίδικος φόρος αποτελεί φόρο επί της περιουσίας και δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής κύρωσης. Το ύψος του επίδικου φόρου υπολογίζεται επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, χωρίς να τίθενται μειωτικοί συντελεστές σχετικοί με τη μετοχική σύνθεση της υπόχρεης εταιρείας. Επιβολή προσθέτου φόρου κατά τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 2523/1997, λόγω παράλειψης υποβολής δήλωσης. Η ενωσιακή αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης αφορά και σε διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας εφόσον έχουν επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της ΕΕ. Αν η αρχή δεν δύναται να εφαρμοσθεί, το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει το σχετικό λόγο της προσφυγής και με βάση το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ. Ο πρόσθετος φόρος συνιστά περιορισμό της ενωσιακής ελευθερίας της κυκλοφορίας κεφαλαίων. Η εφαρμογή του άρθρου 58 παρ. 2 του ΚΦΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 7 του Ν. 10 4337/2015, άγει σε ηπιότερη για τον παραβάτη διοικητική κύρωση έναντι της οριζόμενης από το Ν. 2523/1997 και ο πρόσθετος φόρος πρέπει να μειωθεί στο 50% του κυρίου φόρου. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 ως προς ορισμένους λόγους. Μερικά δεκτές η αναίρεση και η προσφυγή (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 254/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών).
ΣΤΕ/841/2019
Φορολογία εισοδήματος. Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων και κυρώσεων. Τα άρθρα 12 παρ. 7 του ν. 3888/2010, 18 παρ. 2 του ν. 4002/2011 και δεύτερο παρ. 1 του ν. 4098/2012 αντίκεινται στο άρθρο 78 του Συντάγματος διότι παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσιεύσεως των σχετικών νόμων ετών. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο σχετικός λόγος αναίρεσης προβάλλεται παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010 και είναι βάσιμος. Πότε προβάλλεται βασίμως ισχυρισμός περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς προδικαστική απόφαση του ΣτΕ για την άρση του απαραδέκτου λόγου αναίρεσης. Υπολογισμός του ποσού της διαφοράς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης όταν αιτήσεις περί διοικητικής επίλυσης της διαφοράς από φύλλα ελέγχου φόρου εισοδήματος περισσότερων οικονομικών ετών απορρίπτονται με μία απόφαση της φορολογικής Διοίκησης καθώς και όταν με μία προσφυγή προσβάλλεται η σιωπηρή απόρριψη αιτήσεων διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Η πράξη ακυρώνεται για παράβαση του τύπου ή της διαδικασίας έκδοσης της πράξης, μόνον αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά. Ο αναιρεσείων δεν προέβαλε με την προσφυγή του, κατά τρόπο ορισμένο και αρκούντως τεκμηριωμένο, βλάβη από την μη δημοσίευση της υα ΔΕΛ 1059085/2011. Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 519/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας).
ΝΣΚ/52/2019
Εάν θεωρείται ως αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέν το τέλος ακίνητης περιουσίας (ΤΑΠ), το οποίο βεβαιώθηκε από τους δήμους, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, σε βάρος ιδιοκτητών, επικαρπωτών ή νομέων οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής για το ασκούμενο απ’ αυτούς δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ανοικτής θέσης στάθμευσης σε κοινόχρηστη και κοινόκτητη πιλοτή της οικοδομής αυτής για το χρονικό διάστημα, το οποίο προηγήθηκε της αποδοχής από τον Υπουργό Εσωτερικών της με αριθμό 135/2017 γνωμοδότησης του ΝΣΚ, με την οποία κρίθηκε ότι το εν λόγω δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης δεν υπόκειται σε ΤΑΠ.(...)Τα καταβληθέντα και εισπραχθέντα ποσά τέλους ακίνητης περιουσίας από τους ιδιοκτήτες, επικαρπωτές ή νομείς οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής για το ασκούμενο απ’ αυτούς δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ανοικτής θέσης στάθμευσης σε κοινόχρηστη και κοινόκτητη πιλοτή της οικοδομής αυτής, με νόμιμους τίτλους βεβαίωσης, τα οποία εκδόθηκαν πριν την εφαρμογή από τους δήμους της άποψης που διατυπώθηκε με την με αριθμό 135/2017 γνωμοδότηση του ΝΣΚ, δεν θεωρούνται αχρεώστητα καταβληθέντα, εφόσον διατηρήθηκε εν ισχύ ο νόμιμος τίτλος καταβολής τους και δεν ακυρώθηκε ή τροποποιήθηκε κατόπιν ασκήσεως προσφυγής, είτε με απόφαση δημοτικού συμβουλίου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32 του ν. 1080/1980 στα πλαίσια συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς ή με δικαστική απόφαση που εκδόθηκε επί της προσφυγής. Τα εν λόγω τέλη τα οποία βεβαιώθηκαν ταμειακά πριν την εφαρμογή από τους δήμους της άποψης, η οποία διατυπώθηκε με την με αριθμό 135/2017 γνωμοδότηση του ΝΣΚ, δεν δύναται να διαγραφούν, εφόσον οι εν λόγω ταμειακές βεβαιώσεις στηρίζονται σε εκδοθέντες βεβαιωτικούς καταλόγους εν ισχύ, οι οποίες δεν ακυρώθηκαν ή τροποποιήθηκαν κατόπιν ασκήσεως προσφυγής κατά τα ανωτέρω. Εάν, όμως, εκκρεμεί αίτημα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς κατ’ άρθρο 32 του ν. 1080/1980 κατά το μέρος, που στην προσβαλλόμενη με την προσφυγή κατάσταση ή βεβαιωτικό κατάλογο βεβαιώνεται παράνομα το τέλος ακίνητης περιουσίας σε βάρος του προσφεύγοντα για το ασκούμενο απ’ αυτόν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ανοικτής θέσης στάθμευσης σε κοινόχρηστη και κοινόκτητη πιλοτή οικοδομής, ενόψει των αρχών του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της διοικητικής δράσεως και της χρηστής διοικήσεως, επιβάλλεται όπως η Επιτροπή του άρθρου 32 του ν. 1080/1980, κατ’ αποδοχή της άποψης που διατυπώθηκε με την με αριθμό 135/2017 γνωμοδότηση του ΝΣΚ, συντάξει σχετικό πρακτικό περί αποδοχής της προσφυγής και ακυρώσεως της καταστάσεως ή του βεβαιωτικού καταλόγου, κατά το μέρος που βεβαιώνεται τέλος ακίνητης περιουσίας για την αιτία αυτή και, μετά την υπογραφή του πρακτικού από τον προσφεύγοντα, να γίνει αυτό δεκτό από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου προς ακύρωση του νόμιμου τίτλου και αντίστοιχη διαγραφή του βεβαιωθέντος τέλους και επιστροφή του ως αχρεώστητου καταβληθέντος (ομόφ.).
ΠΟΛ 1099/2018
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση της αριθμ. 13/2018 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σχετικά με τo εάν η ειδική εισφορά αλληλεγγύης εμπίπτει στην κατηγορία των «όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων», που περιλαμβάνονται στις ισχύουσες Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας.
ΒΛΕΠΕ ΝΣΚ/13/2018.Αν η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α ΚΦΕ υπάγεται στην έννοια των «όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων», που περιλαμβάνονται στις Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (ΣΑΔΦ) που έχει συνάψει η Ελλάδα. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του ΚΦΕ (ν. 4172/2013), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 9 του ν. 4387/2016, δεν εμπίπτει στην κατηγορία των «όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων», που περιλαμβάνονται στις ισχύουσες Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, που έχει συνάψει η χώρα μας και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους.
ΣΤΕ/2465/2018 Εισφορά αλληλεγγύης- αποφυγή διπλής φορολογίας..Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 1 εδαφ. β΄ και παρ. 5 εδαφ. α΄ του ΚΦΔ, ερμηνευόμενες ενόψει και της ανάγκης διαφύλαξης του ωφέλιμου αποτελέσματος της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας (η οποία σκοπεί στην επανεξέταση από τη φορολογική Διοίκηση των ζητημάτων που εγείρονται από τον φορολογούμενο σε σχέση με ορισμένη πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του, ώστε είτε να επιλυθεί το πρόβλημα, ταχέως, από την ίδια τη Διοίκηση είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς και του ασκούμενου στο πλαίσιό της ελέγχου του διοικητικού δικαστηρίου) προκύπτει ότι η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφαίνεται ρητά και αιτιολογημένα επί (εκάστου) των λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι η ΔΕΔ υποχρεούται να εξετάσει το σύνολο των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που μπορούν να εγερθούν στο πλαίσιο της εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής, εάν, προκειμένου να αποφανθεί επί (εκάστου) των λόγων της προσφυγής, αρκεί να εκφέρει κρίση επί ορισμένων εκ των ζητημάτων αυτών, η οποία καθις τά, κατ’ αρχήν, αλυσιτελή την έρευνα των υπολοίπων. Πράγματι, η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, αφενός, δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα στο γράμμα των ως άνω διατάξεων του άρθρου 63 του ΚΦΔ και στον προαναφερόμενο σκοπό της προβλεπόμενης σε αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας και, αφετέρου, θα επέβαλε στην ΔΕΔ ένα υπέρμετρο βάρος, ασύμβατο προς την αρχή της εύρυθμης και ορθολογικής λειτουργίας της, με τις εντεύθεν επιπτώσεις στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα του έργου της και, συνακόλουθα, στην αποτελεσματικότητα της εν λόγω διαδικασίας. Συνεπώς, εάν ο φορολογούμενος υποστηρίζει με την ενδικοφανή προσφυγή του ότι η προσβαλλόμενη πράξη της ελληνικής φορολογικής Διοίκησης, περί επιβολής σε βάρος του φόρου επί του εισοδήματός του, αντιβαίνει σε διάταξη Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, δυνάμει της οποίας το βαρυνόμενο εισόδημά του δεν υπόκειται σε φόρο στην ημεδαπή, η ΔΕΔ δύναται να απορρίψει τον οικείο λόγο, με την αιτιολογία ότι ο επίμαχος φόρος δεν εμπίπτει καν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να εξετάσει εάν συντρέχουν στη συγκεκριμένη υπόθεση οι (λοιπές) προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλείται ο φορολογούμενος. Περαιτέρω, σε τέτοια περίπτωση, η παράγραφος 5 του άρθρου 79 του ΚΔΔ (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010, το οποίο αποβλέπει στην επιτάχυνση της επίλυσης από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια των διαφορών από πράξεις ή παραλείψεις της φορολογικής Διοίκησης), ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΦΔ, έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, εάν δεχθεί ως βάσιμο τον προβαλλόμενο λόγο προσφυγής ότι δεν είναι νόμιμη η παραπάνω αιτιολογική βάση της απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, ούτε εξετάζει το ίδιο εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλέσθηκε ο βαρυνόμενος φορολογούμενος ούτε χορηγεί την επιδιωκόμενη απαλλαγή από τον επίμαχο ημεδαπό φόρο (ούτε διατάσσει την επιστροφή του τυχόν καταβληθέντος ποσού φόρου), θεωρώντας ως δεδομένη την (μη αμφισβητηθείσα από τη Διοίκηση) συνδρομή των εν λόγω προϋποθέσεων (την οποία η ΔΕΔ δεν εξέτασε και δεν όφειλε να ερευνήσει), αλλά παραπέμπει την υπόθεση στη ΔΕΔ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί το πρώτον επί της εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης, στην οποία στηρίζεται η επιδιωκόμενη από τον προσφεύγοντα ακύρωση του επίμαχου φόρου. (...)Επειδή, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ απέρριψε την από 14.12.2017 ενδικοφανή προσφυγή της προσφεύγουσας, κατά το μέρος της που βασιζόταν στο άρθρο VII της ΣΑΔΦ, με την προεκτεθείσα μη νόμιμη αιτιολογία, χωρίς να εξετάσει εάν συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού. Ενόψει τούτου και σύμφωνα με όσα έγιναν κατά πλειοψηφία ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί αιτιολογημένα (το αργότερο εντός εξήντα ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στο Διοικητή της ΑΑΔΕ) επί του σκέλους της ανωτέρω ενδικοφανούς προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο VII της ΣΑΔΦ, με το δεδομένο ότι η ένδικη εισφορά εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου I της ΣΑΔΦ.