Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΠΟΛ.1129/2017

Τύπος: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ-ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ-ΠΟΛ

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4174/2013
ΦΕΚ: 2967/Β/30.08.2017

Ρύθμιση ζητημάτων σχετικά με τη Διαδικασία Αμοιβαίου Διακανονισμού, σύμφωνα με τη «Σύμβαση μεταξύ των Κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεόμενων επιχειρήσεων (90/436/ΕΟΚ)» (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Διαιτησίας), που κυρώθηκε με το ν. 2216/1994 (Α' 83).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Ν.2216/1994

Κύρωση Σύμβασης μεταξύ των Κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεόμενων επιχειρήσεων και των προσαρτημένων σε αυτήν κοινών και μονομερών δηλώσεων τους και άλλες διατάξεις.


Α.1226/2020

Ρύθμιση ζητημάτων σχετικά με τη Διαδικασία Αμοιβαίου Διακανονισμού, σύμφωνα με τις διμερείς Συμβάσεις για την Αποφυγή της Διπλής Φορολογίας του Εισοδήματος.


ΠΟΛ.1049/2017

Ρύθμιση ζητημάτων σχετικά με τη Διαδικασία Αμοιβαίου Διακανονισμού σύμφωνα με τις διμερείς Συμβάσεις για την Αποφυγή της Διπλής Φορολογίας του Εισοδήματος.

Καταργείται με την Α.1226/2020, ΦΕΚ: 4504/B/13.10.2020


ΣΤΕ/2465/2018

Εισφορά αλληλεγγύης- αποφυγή διπλής φορολογίας..Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 1 εδαφ. β΄ και παρ. 5 εδαφ. α΄ του ΚΦΔ, ερμηνευόμενες ενόψει και της ανάγκης διαφύλαξης του ωφέλιμου αποτελέσματος της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας (η οποία σκοπεί στην επανεξέταση από τη φορολογική Διοίκηση των ζητημάτων που εγείρονται από τον φορολογούμενο σε σχέση με ορισμένη πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του, ώστε είτε να επιλυθεί το πρόβλημα, ταχέως, από την ίδια τη Διοίκηση είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς και του ασκούμενου στο πλαίσιό της ελέγχου του διοικητικού δικαστηρίου) προκύπτει ότι η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφαίνεται ρητά και αιτιολογημένα επί (εκάστου) των λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι η ΔΕΔ υποχρεούται να εξετάσει το σύνολο των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που μπορούν να εγερθούν στο πλαίσιο της εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής, εάν, προκειμένου να αποφανθεί επί (εκάστου) των λόγων της προσφυγής, αρκεί να εκφέρει κρίση επί ορισμένων εκ των ζητημάτων αυτών, η οποία καθις τά, κατ’ αρχήν, αλυσιτελή την έρευνα των υπολοίπων. Πράγματι, η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, αφενός, δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα στο γράμμα των ως άνω διατάξεων του άρθρου 63 του ΚΦΔ και στον προαναφερόμενο σκοπό της προβλεπόμενης σε αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας και, αφετέρου, θα επέβαλε στην ΔΕΔ ένα υπέρμετρο βάρος, ασύμβατο προς την αρχή της εύρυθμης και ορθολογικής λειτουργίας της, με τις εντεύθεν επιπτώσεις στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα του έργου της και, συνακόλουθα, στην αποτελεσματικότητα της εν λόγω διαδικασίας. Συνεπώς, εάν ο φορολογούμενος υποστηρίζει με την ενδικοφανή προσφυγή του ότι η προσβαλλόμενη πράξη της ελληνικής φορολογικής Διοίκησης, περί επιβολής σε βάρος του φόρου επί του εισοδήματός του, αντιβαίνει σε διάταξη Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, δυνάμει της οποίας το βαρυνόμενο εισόδημά του δεν υπόκειται σε φόρο στην ημεδαπή, η ΔΕΔ δύναται να απορρίψει τον οικείο λόγο, με την αιτιολογία ότι ο επίμαχος φόρος δεν εμπίπτει καν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να εξετάσει εάν συντρέχουν στη συγκεκριμένη υπόθεση οι (λοιπές) προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλείται ο φορολογούμενος. Περαιτέρω, σε τέτοια περίπτωση, η παράγραφος 5 του άρθρου 79 του ΚΔΔ (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010, το οποίο αποβλέπει στην επιτάχυνση της επίλυσης από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια των διαφορών από πράξεις ή παραλείψεις της φορολογικής Διοίκησης), ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΦΔ, έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, εάν δεχθεί ως βάσιμο τον προβαλλόμενο λόγο προσφυγής ότι δεν είναι νόμιμη η παραπάνω αιτιολογική βάση της απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, ούτε εξετάζει το ίδιο εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλέσθηκε ο βαρυνόμενος φορολογούμενος ούτε χορηγεί την επιδιωκόμενη απαλλαγή από τον επίμαχο ημεδαπό φόρο (ούτε διατάσσει την επιστροφή του τυχόν καταβληθέντος ποσού φόρου), θεωρώντας ως δεδομένη την (μη αμφισβητηθείσα από τη Διοίκηση) συνδρομή των εν λόγω προϋποθέσεων (την οποία η ΔΕΔ δεν εξέτασε και δεν όφειλε να ερευνήσει), αλλά παραπέμπει την υπόθεση στη ΔΕΔ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί το πρώτον επί της εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης, στην οποία στηρίζεται η επιδιωκόμενη από τον προσφεύγοντα ακύρωση του επίμαχου φόρου. (...)Επειδή, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ απέρριψε την από 14.12.2017 ενδικοφανή προσφυγή της προσφεύγουσας, κατά το μέρος της που βασιζόταν στο άρθρο VII της ΣΑΔΦ, με την προεκτεθείσα μη νόμιμη αιτιολογία, χωρίς να εξετάσει εάν συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού. Ενόψει τούτου και σύμφωνα με όσα έγιναν κατά πλειοψηφία ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί αιτιολογημένα (το αργότερο εντός εξήντα ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στο Διοικητή της ΑΑΔΕ) επί του σκέλους της ανωτέρω ενδικοφανούς προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο VII της ΣΑΔΦ, με το δεδομένο ότι η ένδικη εισφορά εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου I της ΣΑΔΦ. 


ΣΤΕ/808/2006

Εκκαθάριση και εξυγίανση επιχειρήσεων:..Πρέπει δε να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά τελούσαν σε καλή πίστη, δεδομένου ότι ι) το Συμβούλιο της Επικρατείας, με επανειλημμένες αποφάσεις του (βλ. ΣτΕ 1093/4-1987, 1398/89 κ.α.) είχε απορρίψει λόγους ακυρώσεως ότι η αύξηση, κατά τον ν. 1386/1983, με υπουργικές αποφάσεις, του μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών υπαχθεισών στον νόμο αυτόν αντιβαίνει στο Σύνταγμα, ii) δεν είχε γίνει χρήση της ευχέρειας, που είχε δώσει το άρθρο 54 του ν. 2000/1991 για την επαναφορά της αρχικής κεφαλαιακής συνθέσεως των εταιρειών αυτών και iii) οι υπουργικές αυτές αποφάσεις δεν είχαν, μέχρι την δημοσίευση του ν. 2685/1999, ακυρωθεί με δικαστικές αποφάσεις ή ανακληθεί ή καταργηθεί από την Διοίκηση. Επιτακτικό, κατά τ΄ ανωτέρω, λόγο δημοσίου συμφέροντος συνιστά, επίσης, και η ανάγκη να διατηρηθούν και να επαυξηθούν τα θετικά ως προς την διάσωση και εξυγίανση προβληματικών επιχειρήσεων αποτελέσματα – όπου αυτά υπήρξαν – που προέκυψαν από την εφαρμογή των ληφθέντων κατά τον ν. 1386/1983 θεσμικών και πρακτικών μέτρων, ιδίως δε από την διοίκηση και διαχείριση αυτών των εταιρειών από τον ... και από την χρηματοδοτική ενίσχυσή τους, είτε υπό την μορφή καθαρών εισροών, είτε υπό την μορφή αυξήσεως κεφαλαίου με ή χωρίς κεφαλαιοποίηση οφειλών προς Τράπεζες του δημοσίου τομέα. Ενισχυτικό της καλής πίστεως των παραπάνω προσώπων (νέων μετόχων και συναλλαγέντων τρίτων) είναι το γεγονός ότι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την απόφασή της από 7.10.1987, που μνημονεύεται στην προαναφερθείσα εισηγητική έκθεση, δεν προέβαλε «αντιρρήσεις για την εφαρμογή» του ν. 1386/1983 από την άποψη του συμβατού των διατάξεών του προς τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης ΕΟΚ (περί κρατικών ενισχύσεων). Ανεξαρτήτως δε της συνδρομής επιτακτικού κατά τ΄ ανωτέρω δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να συνεκτιμηθούν και τα εξής: Κατά το εξεταζόμενο μέρος της, η επίμαχη διάταξη ούτε συγκεκριμένες, προσδιοριζόμενες σε αυτήν, περιπτώσεις αφορά, ούτε κυρώνει αναδρομικά εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ούτε νομιμοποιεί την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων τους, ούτε, εφαρμοζόμενη, οδηγεί σε θετική για το διάδικο Δημόσιο έκβαση των εκκρεμών διοικητικών διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή καταλαμβάνει μια ολόκληρη, έστω ολιγάριθμη, κατηγορία υπουργικών πράξεων και ρυθμίζει τις έννομες συνέπειες της ενδεχόμενης δικαστικώς διαπιστουμένης παρανομίας τους, περιορίζοντας τις συνέπειες αυτές στην γένεση αντιστοίχων αξιώσεων προς αποζημίωση. Υπό τα δεδομένα, συνεπώς, αυτά, θεωρούμενα στο σύνολό τους, η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 2685/1999 είναι, καθ΄ όσον αφορά τις διοικητικές διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, σύμφωνη με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. (..)Επειδή, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων του συμβατού των διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 προς το Σύνταγμα, το κοινοτικό δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Τμήμα κρίνει ότι τα ζητήματα αυτά πρέπει να παραπεμφθούν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφιο β΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) και ορίζει Εισηγητή προς ανάπτυξη της γνώμης του Τμήματος τον Σύμβουλο Δ. Πετρούλια.