Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΠΟΛ 1086/2005

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2238/1994
Το μέρος της αφορολόγητης έκπτωσης που έχει σχηματισθεί βάσει αναπτυξιακού νόμου και αντιστοιχεί στα μεταβιβαζόμενα μερίδια προσωπικής εταιρείας από γονέα προς τα τέκνα ή από σύζυγο σε σύζυγο, λόγω συνταξιοδοτήσεως του μεταβιβάζοντος, δεν υπόκειται σε φορολογία κατά το χρόνο της μεταβίβασης.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΠΟΛ 1135/2006

Αυτοτελής φορολογία αποθεματικών που έχουν σχηματισθεί από τραπεζικές επιχειρήσεις

ΠΟΛ 1110/2007

Η αποζημίωση που καταβάλλεται από τον μισθωτή στον εκμισθωτή μετά από δικαστική απόφαση ή συμβιβαστικά στα πλαίσια δικαστικού συμβιβασμού κατά τη λήξη της εμπορικής μίσθωσης για την αποκατάσταση των ζημιών ή επαναφορά του μισθίου στην προτέρα κατάσταση δεν υπόκειται σε φορολογία.

1089359/10974/2007

«Η αποζημίωση που καταβάλλεται από τον μισθωτή στον εκμισθωτή μετά από δικαστική απόφαση ή συμβιβαστικά στα πλαίσια δικαστικού συμβιβασμού κατά τη λήξη της εμπορικής μίσθωσης για την αποκατάσταση των ζημιών ή επαναφορά του μισθίου στην πρότερα κατάσταση δεν υπόκειται σε φορολογία».


ΝΣΚ/15/2020

Εάν η άδεια επαγγελματία πωλητή λαϊκών αγορών που έχει μεταβιβαστεί κατά το χρόνο ισχύος του ν. 4264/2014, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 15 παρ. 1 του νόμου αυτού, μπορεί να μεταβιβαστεί και με βάση τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 59 παρ. 1 του ισχύοντος ν. 4497/2017.(...)Για τις άδειες επαγγελματία πωλητή λαϊκών αγορών που έχουν εκδοθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4497/2017, παρέχεται η δυνατότητα μεταβίβασης αυτών μια φορά στα τέκνα ή στον/στη σύζυγο ή στους αδελφούς του κατόχου της άδειας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά αποδεδειγμένα εργάζονται μαζί με τον αδειούχο πωλητή, με βάση τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του προϊσχύοντος ν. 4264/2014, που διατηρείται σε ισχύ με το άρθρο 59 παρ. 1 του ν. 4497/2017. Εάν έγινε χρήση της δυνατότητας μεταβίβασης που παρείχε η εν λόγω διάταξη στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4497/2017, το σχετικό δικαίωμα έχει αναλωθεί, και δεν μπορεί να γίνει εκ νέου χρήση της διάταξης αυτής, κατ’ επίκληση των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 59 παρ. 1 του ισχύοντος νόμου (ομόφωνα).


ΔΠρωτΑθ/3980/2004

Φορολογία εισοδήματος: ...με την προσφυγή προβάλλεται, επίσης επικουρικώς, ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το εισόδημα από τους ως άνω τόκους υπόκειται σε φορολογία, έπρεπε αυτό να επιμερισθεί μεταξύ των οικονομικών ετών εντός των οποίων τα ποσά αυτά εισπράχθηκαν και όχι να προτεθεί στο σύνολο του στα λοιπά εισοδήματα του οικονομικού έτους 1998, με αποτέλεσμα τα εισοδήματα αυτά να φορολογηθούν με αυξημένο συντελεστή. Και ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως εκτίθεται αναλυτικά στο ιστορικό της παρούσας αποφάσεως, η έναντι της β` των προφευγόντων οφειλή εξοφλήθηκε με τρεις ισόποσες επιταγές ύψους 16.376.352, από τις οποίες οι δύο πρώτες έληγαν το 1997, το δε ποσό των δύο αυτών επιταγών (32.752.704 δραχμές] υπερκαλύπτει προφανώς την οφειλή εξόδων και τόκων, η οποία θεωρείται ότι εξοφλείται κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω. Επομένως, νομίμως η φορολογική αρχή ενέταξε στα εισοδήματα του οικονομικού έτους 1998 (1.1 - 31.12.1997] το ως άνω ένδικο ποσό.Τέλος προβάλλεται, καθ` ερμηνεία του σχετικού ισχυρισμού, ότι είναι παράνομη η επιβολή πρόσθετου φόρου, δεδομένου ότι τα ένδικα ποσά τόκων δηλώθηκαν με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικών έτων 1998 και 1999 ως εισοδήματα απαλλασσόμενα από τον φόρο. Ο ισχυρισμός όμως αυτός, και αν υποτεθεί αληθής, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι με αυτόν κατ` ουσίαν ομολογείται η ανακρίβεια των σχετικών δηλώσεων, τόσο ως προς τον χρόνο, όσο και ως προς το περιεχόμενο της δηλώσεως, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά, όπως κρίθηκε ανωτέρω, αφενός μεν αποτελούν εισοδήματα του οικονομικού έτους 1998, αφετέρου δε υπόκεινται σε φόρο.


ΣΤΕ/ΟΛΟΜ/1685/2013

Φορολογία εισοδήματος..Επειδή, όπως προελέχθη, (σκέψη 10), σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 περ. β και γ του ν. 3758/2009, αντικείμενο της επίδικης εισφοράς αποτελεί το «συνολικό καθαρό εισόδημα» των δηλώσεων οικονομικού έτους 2008, «φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο», εξαιρέσει των εισοδημάτων της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. (Πρόκειται, αντιστοίχως, για την αυτοτελή φορολόγηση αποζημιώσεων στο πλαίσιο μισθωτών υπηρεσιών και την απαλλαγή ορισμένων εφάπαξ ασφαλιστικών παροχών). Όπως συνάγεται από τις διατάξεις αυτές, στην επίδικη εισφορά, πλην των συγκεκριμένων ως άνω εξαιρέσεων, υπόκειται κάθε έσοδο που εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, άρα και οι «αυτοτελώς φορολογούμενες ειδικές περιπτώσεις» των άρθρων 11 κ.επ. αυτού. Συνεπώς, ισχυρισμός που είχε προβάλει ο αιτών με την προσφυγή του ότι δεν έπρεπε να υπαχθεί στην εισφορά «ποσό 55.720,13 ευρώ που αφορά αυτοτελώς φορολ. ποσά», χωρίς να διευκρινίζει ειδικότερα τη φύση των εν λόγω ποσών, δεν ήταν ουσιώδης και ορθώς κατ’ αποτέλεσμα δεν ελήφθη υπ’ όψη από το διοικητικό εφετείο, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ομοίως, παράπονα της κρινόμενης αίτησης σχετικά με τον ενιαίο τρόπο εμφανίσεως στις οικείες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, αφ’ ενός μεν των αυτοτελώς φορολογουμένων εσόδων των υπαγομένων στην εισφορά, αφ’ ετέρου δε των κατά τ’ ανωτέρω εξαιρουμένων από αυτήν, έτσι ώστε τα τελευταία να μη διακρίνονται και να υπόκεινται, ως μη έδει, σε εισφορά, προβάλλονται άνευ εννόμου συμφέροντος, καθώς ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ούτε προκύπτει ότι στα ένδικα εισοδήματά του περιλαμβάνονται και τέτοια εξαιρούμενα της εισφοράς έσοδα. Εξ άλλου, το ότι τα υποκείμενα στην εισφορά ως άνω αυτοτελώς φορολογούμενα έσοδα δηλώνονταν, όπως ισχυρίζεται ο αιτών, προαιρετικώς στις αντίστοιχες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, δεν άγει, από πλευράς επιβολής της επίδικης εισφοράς, σε άνιση ευνοϊκή μεταχείριση όσων δεν προέβησαν σε σχετική δήλωση, αφού και στους τελευταίους, πάντως, «βεβαιώνεται οίκοθεν» η εισφορά κατόπιν ελέγχου (παρ. 3 περ. α, β και δ ανωτ. άρθρου 18 ν. 3758). Συνεπώς, και ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.