Π.Δ. της 12/26 Ιουλ. 1933
Τύπος: Προεδρικά Διατάγματα
ΦΕΚ: 225/Α/26.07.1933
Περί της πειθαρχικής διώξεως και της τηρητέας διαδικασίας ενώπιον των κατά τα άρθρ. 327 και 328 Νόμ. 5343 πειθαρχικών συμβουλίων Παν/μίου Αθηνών.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Π.Δ.861/1979
Περί Πειθαρχικών Συμβουλίων Εμπορικού Ναυτικού και της ενώπιον αυτών Διαδικασίας.
ΣΕΕΔΔ/Φ.ΠΕΙΘ/88/2016
Καταχώριση δεδομένων προόδου υποθέσεων ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων.(ΑΔΑ:7Τ6ΒΩ-Α9Ω)
ΝΣΚ/125/2017
Κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτου εκ μέρους του Δημοσίου – Θετική δήλωση του τρίτου - Γνωστοποίηση της σύναψης σύμβασης σύστασης ενεχύρου επί των απαιτήσεων από μισθώματα, η οποία προϋπήρχε της υποβολής της θετικής δήλωσης του τρίτου.Αρμοδιότητα ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως και επιβολής πειθαρχικών ποινών, για τους υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν μεταταχθεί με βάση τις διατάξεις των άρθρων 256 παρ.1 και 2°, 257 παρ. 1 και 2° και 258 του ν. 3852/2010 στις αιρετές περιφέρειες και τους δήμους, για πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία τους αποδίδονται ότι διέπραξαν κατά το χρόνο της υπηρεσίας τους στις καταργημένες κρατικές περιφέρειες και νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις
ΝΣΚ/117/2017
Αρμοδιότητα ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως και επιβολής πειθαρχικών ποινών, για τους υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν μεταταχθεί με βάση τις διατάξεις των άρθρων 256 παρ.1 και 2°, 257 παρ. 1 και 2° και 258 του ν. 3852/2010 στις αιρετές περιφέρειες και τους δήμους, για πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία τους αποδίδονται ότι διέπραξαν κατά το χρόνο της υπηρεσίας τους στις καταργημένες κρατικές περιφέρειες και νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις(...)Συνέπειες της απόφασης της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, με την οποία ακυρώθηκε, ως αναιτιολόγητη, απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με την οποία διαπιστώθηκε, στο πλαίσιο του υποχρεωτικού ελέγχου νομιμότητας, ότι τεκμαίρεται η νομιμότητα απόφασης δημοτικού συμβουλίου δήμου, λόγω άπρακτης παρόδου της αποκλειστικής προθεσμίας του ελέγχου.
ΝΣΚ/26/2020
Αναστολή εκτέλεσης επιβληθείσας πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσης σε υπάλληλο ΙΔΑΧ Δήμου με απόφαση των πειθαρχικών συμβουλίων του ν. 4057/2012 και θέση του σε κατάσταση αυτοδίκαιης αργίας. Υποχρεωτική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ανωτέρω υπαλλήλου και του υπαλλήλου που υπηρετεί στο Δημόσιο και ν.π.δ.δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου από την αμετάκλητη επιβολή σε αυτούς της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης.(...)A) Προκειμένου να ανασταλεί η εκτέλεση επιβληθείσας με πειθαρχική απόφαση σε υπάλληλο Δήμου, συνδεόμενο με αυτόν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, απαιτείται, η ευδοκίμηση αιτήματός του ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου για χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της απόφασης. Το γεγονός δε, της χορήγησης υπό του Δικαστηρίου αναστολής εκτελέσεως της πειθαρχικής απόφασης, με την οποία επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης στον ανωτέρω υπάλληλο, δεν εμποδίζει την υπό του αρμοδίου οργάνου έκδοση διοικητικής πράξης περί αυτοδίκαιης θέσης του σε κατάσταση αργίας. Β) Από την αμετάκλητη επιβολή στον υπάλληλο που υπηρετεί στο Δημόσιο και ν.π.δ.δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και στον ανωτέρω υπάλληλο Δήμου της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, καθίσταται υποχρεωτική για το αρμόδιο όργανο η καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους. Στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει δυνατότητα τήρησης της προβλεπόμενης από τις παρ. 2 του άρθρου 53 του π.δ. 410/1988 και παρ. 3 του άρθρου 202 του ν. 3584/2007 διαδικασίας της προηγούμενης σύμφωνης αιτιολογημένης γνωμοδότησης του οικείου πειθαρχικού συμβουλίου. Η λύση της σύμβασης εργασίας τους επέρχεται από την ανακοίνωση της απόφασης καταγγελίας σε αυτούς, μεταξύ δε του αμετακλήτου της ποινής της οριστικής παύσης και της ανακοίνωσης της απόφασης καταγγελίας, η αυτοδίκαιη αργία τους συνεχίζεται (ομόφωνα).
ΣτΕ/223/2017
Αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη εξαιτίας της παράνομης θέσεώς του σε αργία και της στερήσεως, για τον λόγο αυτό, του ημίσεος των αποδοχών του, καθώς και ποσό 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.(...)Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999 Α΄ 19), ορίζεται ότι: «Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής αποφάσεως και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή». Όπως έχει κριθεί, η αυτοδίκαια θέση υπαλλήλου σε κατάσταση αργίας, σε περίπτωση κατά την οποία έχει επιβληθεί σε αυτόν, με απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου η ποινή της οριστικής παύσεως, δεν επιφέρει την λύση της υπαλληλικής σχέσεως ούτε την απώλεια της οργανικής θέσεως ή του κατεχομένου από τον υπάλληλο βαθμού ούτε αποτελεί πράξη απολύσεως του υπαλλήλου από την υπηρεσία ή πράξη εκτελέσεως της σχετικής αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου, αλλά συνιστά προσωρινό διοικητικό μέτρο, το οποίο συνεπάγεται την, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, διακοπή της ενεργού ασκήσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων των υπαλλήλων, κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας της πειθαρχικής του υποθέσεως (ΣτΕ 2163/2004 7μ., επίσης πρβλ. ΣτΕ 1990/2014 Ολομ., 3622/2012, 4919/1995, 1241/1993, 140/1992, 1506/1989, 4635/1987). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 103 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, η διάταξη αυτή δεν τροποποιήθηκε, τόσο ως προς τις διαδικαστικές, όσο και ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις θέσεως του υπαλλήλου σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας, μετά την πρόβλεψη, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 2839/2000, οι οποίες τροποποίησαν τις ανωτέρω διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, ενστάσεως κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των πρωτοβαθμίων συμβουλίων. Το γεγονός δε αυτό, σε συνδυασμό με το ότι η αυτοδίκαια αργία υπαλλήλου δεν αποτελεί, κατά τα ήδη εκτεθέντα, πράξη εκτελέσεως της πειθαρχικής αποφάσεως, αλλά διοικητικό μέτρο που αποβλέπει στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογεί την εφαρμογή του μέτρου αυτού, αμέσως μετά την έκδοση της αποφάσεως περί οριστικής παύσεως του υπαλλήλου από το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο. Εξάλλου, τυχόν αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, που θα εξαρτούσε την εφαρμογή του διοικητικού αυτού μέτρου από την προηγούμενη έκδοση αποφάσεως του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, θα αναιρούσε, λόγω της καθυστερήσεως, τον επιδιωκόμενο με το μέτρο αυτό σκοπό της άμεσης διασφαλίσεως του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο επιβάλλει την άμεση απομάκρυνση του διωκόμενου υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος ότι το δικάσαν δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 2, 104, 121, 142, 144, 145 του Υπαλληλικού Κώδικα, δεχόμενο ότι για την αυτοδίκαιη αργία αρκεί η έκδοση αποφάσεως του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου περί οριστικής παύσεως του υπαλλήλου, χωρίς να απαιτείται η έκδοση αποφάσεως και από το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.8. Επειδή, κατόπιν τούτων η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.Δια ταύταΑπορρίπτει την αίτηση.
ΣτΕ/2350/2017
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ-ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΗΤΕΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ: Επειδή, η καθ’ ης η προσφυγή, εκπαιδευτικός της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του κλάδου ΠΕ03, παραπέμφθηκε στο Περιφερειακό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Π.Υ.Σ.Δ.Ε.) Δ' Αθήνας με το ερώτημα της οριστικής παύσεως για το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων της, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι δύο (22) εργασίμων ημερών συνεχώς ή μεγαλύτερο των τριάντα (30) εργασίμων ημερών σε διάστημα ενός (1) έτους (...) ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης είναι μετακλητός υπάλληλος και, επομένως, τελεί σε σχέση πολιτικής εμπιστοσύνης προς το πολιτικό πρόσωπο που τον διορίζει. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως (άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3074/2002), με τη συμπλήρωση της πενταετούς θητείας του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης χωρίς προηγουμένως να έχει εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα ανανεώσεως της θητείας του επέρχεται αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής του σχέσης (...) Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι, μετά τη λήξη της θητείας του και μέχρι τον διορισμό άλλου προσώπου στη θέση αυτή, ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης εξακολουθεί να ενεργεί νομίμως, έστω και επί «εύλογο», κατά περίπτωση, χρονικό διάστημα, ως de facto όργανο, προς τον σκοπό της εξασφάλισης της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας. Και τούτο διότι η αρχή της συνεχούς και αδιατάρακτης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας επιτρέπει την, κατά παρέκκλιση από την αρχή της νομιμότητας (ιδιαίτερη έκφανση της οποίας αποτελεί η ανάθεση χρονικώς περιορισμένων αρμοδιοτήτων στα επί θητεία όργανα της Διοίκησης), υπό προϋποθέσεις άσκηση αρμοδιοτήτων μετά τη λήξη της θητείας του οργάνου όταν η συνταγματική τάξη δεν ανέχεται την διακοπή μιας διοικητικής δραστηριότητας, περίπτωση που δεν συντρέχει, όμως, προκειμένου περί του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης (μη συνταγματικά κατοχυρωμένης δημόσιας αρχής) εν όψει της φύσεως των καθηκόντων του. Κατά συνέπεια, μετά την αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής του σχέσης με τη λήξη της θητείας του, δεν δύναται το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο να εκφράσει εγκύρως τη βούληση του προαναφερόμενου διοικητικού οργάνου, αλλ’ ούτε να ασκήσει, κατά το νόμο, οποιαδήποτε από τις αρμοδιότητες του ιδίου οργάνου και, επομένως, ούτε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των τελεσίδικων αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων.(...) Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο …, ο οποίος υπογράφει την κρινόμενη προσφυγή διορίσθηκε στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης με το από 10-9-2004 Προεδρικό Διάταγμα (Γ΄ 239/14-9-2004) και η θητεία του έληξε στις 14-9-2009. Σύμφωνα όμως με τα γενόμενα κατά πλειοψηφία δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως και παρά τη λήξη της θητείας του άσκησε την κατατεθείσα στις 9.6.2010 προσφυγή κατά της ανωτέρω 179/28.1.2010 αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία επιβλήθηκε στην καθ’ ης η προσφυγή η προαναφερθείσα πειθαρχική ποινή. Κατόπιν δε επιλύσεως του ζητήματος αυτού, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γ΄ Τμήμα προς περαιτέρω κρίση επί της ανωτέρω προσφυγής.