Π.Δ 111/2004
Τύπος: Προεδρικά Διατάγματα
ΦΕΚ: 76/Α/05.03.2004
Καθορισμός του απαιτουμένου αριθμού θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων αναλόγως των χρήσεων και του μεγέθους των κτιρίων στο ηπειρωτικό τμήμα της Περιφέρειας Αττικής και κατάργηση του π.δ/τος 230/1993 (Α΄94).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/117/2021
Παροχή σύμφωνης γνώμης για την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικής χρήσης σταθμών αυτοκινήτων μεγάλου μεγέθους στο Νομό Αττικής. Εφαρμοστέες διατάξεις και υλική αρμοδιότητα.(...)Οι διατάξεις του π.δ. 455/1976 εφαρμόζονται ως προς τους όρους και προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας χώρων στάθμευσης ιδιωτικής χρήσης, μεγάλου μεγέθους. Ειδική περίπτωση αποτελούν οι ιδιωτικοί χώροι στάθμευσης, που δημιουργούνται κατ’ εφαρμογή του ν. 960/1979 προς εξυπηρέτηση των υπό ανέγερση κτηρίων και υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού και των, κατ’ εξουσιοδότηση του, εκδοθέντων προεδρικών διαταγμάτων. Ελλείψει ειδικής ρύθμισης, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης δεν έχουν αρμοδιότητα παροχής σύμφωνης γνώμης για την κυκλοφοριακή σύνδεση σταθμών αυτοκινήτων μεγάλου μεγέθους στο νομό Αττικής (ομόφωνα).
53147/2702/2015
Κοινοποίηση του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α΄94) - Τροποποίηση διατάξεων για την ταξινόμηση ΦΙΧ αυτοκινήτων – Κατάργηση προϋπόθεσης πραγματοποίησης ακαθάριστων εσόδων (τζίρος). (ΑΔΑ:ΩΠΙ9465ΦΘΘ-ΜΦ7)
ΝΣΚ/226/2018
Δημοτικός υπόγειος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων - Άδεια ίδρυσης και οικοδομική άδεια του σταθμού, εκδοθείσες από αναρμόδια όργανα - Δυνατότητα ανάκλησης των αδειών και αρμόδια όργανα προς τούτο.Η Διεύθυνση Κτηριακών Υποδομών (Δ21) του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών α) δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει την ανάκληση της οικοδομικής άδειας υπόγειου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων που ανήκει σε Δήμο, η οποία εκδόθηκε αναρμοδίως το έτος 1999 από την πολεοδομική του υπηρεσία, διότι δεν είναι η αρχή που εξέδωσε την πράξη ούτε έχει, μετά το έτος 2001, την αρμοδιότητα έκδοσης της εν λόγω άδειας (η οποία αρμοδιότητα ανήκει στην πολεοδομική υπηρεσία του Δήμου), β) έχει αρμοδιότητα να εξετάσει, παράλληλα με το όργανο που εξέδωσε αναρμοδίως το έτος 1999 την άδεια ίδρυσης του υπόγειου χώρου στάθμευσης (ήτοι το Νομάρχη Ξάνθης και ήδη, μετά την κατάργηση των Ν.Α. με το ν. 3852/2010, το αρμόδιο για την περίπτωση αυτή όργανο), το ενδεχόμενο ανάκλησης της άδειας αυτής, ως έχουσα σήμερα τη σχετική αρμοδιότητα, οφείλει δε να συνεκτιμήσει για τη λήψη της σχετικής απόφασης τη διαμορφωθείσα κατάσταση (την κατασκευή του σταθμού και τη λειτουργία του επί πολλά έτη) και το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την έκδοση της άδειας (19 έτη), που υπερβαίνει ασφαλώς τον εύλογο χρόνο εντός του οποίου είναι δυνατή η ανάκληση, γεγονός που επιβάλει την αιτιολόγηση της σχετικής απόφασης με την επίκληση και τεκμηρίωση λόγων δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι πρέπει να εντοπίζονται σε ζητήματα που εξετάζονται κατά την έκδοση της άδειας ίδρυσης (πλειοψ.).
ΣΤΕ/2970/2019
Φορολογία καταναλώσεως. Ατελής εισαγωγή αυτοκινήτων. Μετά την κατάργηση των άρθρων 25 και 26 της ΥΑ Δ.245/11/1988, οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι, αξιωματικοί κ.λπ. που παραμένουν στο εξωτερικό με αποστολή για περισσότερα από δύο συνεχή χρόνια, εξακολουθούν να τυγχάνουν των αυτών ατελειών δυνάμει του άρθρου 3, εφόσον απέκτησαν συνήθη κατοικία σε άλλη χώρα και απαλλάσσονται από τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, οι οποίοι επιβάλλονται κατά την εισαγωγή, σε αντιδιαστολή με το εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος ταξινόμησης. Επιστροφή των φόρων που εισπράχθηκαν από 15 κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ενώσεως, καθώς και των τόκων. Τόκοι οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται το περί επιστροφής αίτημα. Δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, διότι αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 1995/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς)
ΕΣ/ΤΜ.6/731/2019
Έλλειμμα στη διαχείριση νομικού προσώπου...Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη του ύψους του καταλογισθέντος σε βάρος του ποσού (471.349,96 ευρώ), το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι η τυχόν άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη σε περίπτωση ευδοκίμησης της ήδη εκκρεμούσης έφεσής του. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ασκηθείσας κατ’ αυτής με (Α.Β.Δ. 3434/2018) έφεσης ή μέχρι την κατάργηση της ανοιγείσας με την έφεση αυτή δίκης. Μετά δε την παραδοχή της υπό κρίση αίτησης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον αιτούντα του κατατεθέντος για την άσκησή της παραβόλου (άρθρο 51 παρ. 2 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4055/2012, ΦΕΚ Α΄51), το δε Ελληνικό Δημόσιο πρέπει, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων της υπόθεσης, να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄) "Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας".
ΕΣ/ΤΜ.6/732/2019
Έλλειμμα στη διαχείριση νομικού προσώπου...Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη του ύψους του καταλογισθέντος σε βάρος του ποσού (516.227,84 ευρώ), το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι η τυχόν άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη σε περίπτωση ευδοκίμησης της ήδη εκκρεμούσης έφεσής του. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ασκηθείσας κατ’ αυτής με (Α.Β.Δ. 3435/7.12.2018) έφεσης ή μέχρι την κατάργηση της ανοιγείσας με την έφεση αυτή δίκης. Μετά δε την παραδοχή της υπό κρίση αίτησης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον αιτούντα του κατατεθέντος για την άσκησή της παραβόλου (άρθρο 51 παρ. 2 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4055/2012, ΦΕΚ Α΄51) το δε Ελληνικό Δημόσιο πρέπει, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων της υπόθεσης, να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄) "Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας".
ΕΣ/ΤΜ.6/716/2020
Καταλογισμοί...Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη του ύψους του καταλογισθέντος σε βάρος εκάστης των αιτουσών ποσού, το οποίο ανέρχεται, κατά την αναλογία της κληρονομικής τους μερίδας στο ύψος των 64.492,04 ευρώ, το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης θα προκαλέσει στις αιτούσες ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη σε περίπτωση ευδοκίμησης της ήδη εκκρεμούσας έφεσής τους. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να ανασταλεί, ως προς τις αιτούσες, η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ασκηθείσας κατ’ αυτής (με Α.Β.Δ. 4728/3.12.2019) έφεσης ή μέχρι την κατάργηση της ανοιγείσας με την έφεση αυτή δίκης. Μετά δε την παραδοχή της υπό κρίση αίτησης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στις αιτούσες του κατατεθέντος για την άσκησή της παραβόλου (άρθρο 51 παρ. 2 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4055/2012, ΦΕΚ Α΄51 και 73 παρ. 4 Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο). Το δε Ελληνικό Δημόσιο πρέπει, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων της υπόθεσης, να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα των αιτουσών, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97). Εξάλλου, το σωρευόμενο στο υπό κρίση δικόγραφο αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής περί αναστολής εκτέλεσης της ως άνω καταλογιστικής Πράξης έχει ήδη ικανοποιηθεί (βλ. την από 3.12.2019 Προσωρινή Διαταγή της Προέδρου του Tμήματος τούτου).
ΕΣ/ΤΜ.6/729/2019
Έλλειμμα στη διαχείριση νομικού προσώπου...ζητείται η αναστολή εκτέλεσης της 12/2017 Πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη του ύψους του καταλογισθέντος σε βάρος του ποσού (516.227,84 ευρώ), το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι η τυχόν άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη σε περίπτωση ευδοκίμησης της ήδη εκκρεμούσης έφεσής του. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ασκηθείσας κατ’ αυτής έφεσης με ΑΒΔ (3439/2018) ή μέχρι την κατάργηση της ανοιγείσας με την έφεση αυτή δίκης. Τέλος, το σωρευόμενο στο δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης της ανωτέρω καταλογιστικής πράξης, έως την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αυτής, καθίσταται, αλυσιτελές και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, μετά την έκδοση απόφασης επί της κρινόμενης αίτησης, δεν καταλείπεται πεδίο ενέργειας της αιτούμενης προσωρινής διαταγής (βλ. Ε.Σ. VI Τμ. 794/2011, Ι Τμ. 910, 389, 388/2010) Μετά δε την παραδοχή της υπό κρίση αίτησης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον αιτούντα του κατατεθέντος για την άσκησή της παραβόλου (άρθρο 51 παρ. 2 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4055/2012, ΦΕΚ Α΄51) το δε Ελληνικό Δημόσιο πρέπει, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων της υπόθεσης, να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα, εν προκειμένω, διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄) "Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας"
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/248/2013
ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα γενόμενα δεκτά σε προηγούμενη νομική σκέψη (υπό ΙΙ Β), το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, στον βαθμό που υπερβαίνει την αναλογία των 2/3 της εκ του νόμου υποχρεωτικής ασφαλιστικής εισφοράς αναστολής, όπως αυτή διαμορφώνεται βάσει του άρθρου 4 του π.δ/τος 125/1993. Και τούτο, διότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, βάσει των άρθρων 21 παρ.11 του ν. 3959/2011 και του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 1868/1989, όπως ισχύει, αναλόγως εφαρμοζομένου στο εν αναστολή τελούν νομικό επιστημονικό προσωπικό της εν λόγω Ανεξάρτητης Αρχής, υποχρεούται σε καταβολή της ως άνω αναλογίας επί της ασφαλιστικής εισφοράς αναστολής, την οποία επιβάλλεται εκ του νόμου να καταβάλλουν οι υπηρετούντες σ’ αυτήν δικηγόροι και όχι σε καταβολή της ίδιας αναλογίας επί των ασφαλιστικών εισφορών που αντιστοιχούν στην εκάστοτε επιλεγείσα από αυτούς ασφαλιστική κατηγορία, τα όσα δε αντίθετα προβάλλει η υπέρ της καταβολή των εισφορών νομικός με το από 27.7.2012 υπόμνημά της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, η εν λόγω νομικός αλυσιτελώς επικαλείται την 408/25.7.2007 εγκύκλιο του Ταμείου Νομικών, συμφώνως προς την οποία, βάσει του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 1868/1989, οι απασχολούντες δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής οφείλουν να καταβάλλουν τα 2/3 της μονομερώς επιλεγμένης από τους τελευταίους ασφαλιστικής κατηγορίας, αφού ο νόμος δεν προβλέπει συναίνεση του Εργοδότη, καθόσον ανεξαρτήτως της μη περιβολής της εν λόγω εγκυκλίου με νομική δεσμευτικότητα (βλ. Ελ. Συν. πρ. Ι Τμ. 202, 50/2011, 153/2009), αυτή αφορά σε κατηγορία εμμίσθων δικηγόρων μη τελούντων σε καθεστώς αναστολής εν αντιθέσει προς τους νομικούς της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η ως άνω δε διάταξη εφαρμόζεται μόνο αναλόγως, κατ’ άρθρο 21 παρ. 11 του ν. 3989/2011 και όχι ευθέως στο επιστημονικό προσωπικό της εν λόγω Ανεξάρτητης Αρχής, για το οποίο έχει κατά νόμο ανασταλεί η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Επίσης, η επίκληση αποφάσεως του ιδίου ως άνω Ταμείου ως προς την δυνατότητα του νομικού επιστημονικού προσωπικού των Ανεξαρτήτων Αρχών να επιλέγει αν και τελεί σε αναστολή, ασφαλιστική κατηγορία ανώτερη της εκ του νόμου υποχρεωτικής (βλ. την 179/3.10.2012 απόφαση της Διοικούσης Επιτροπής του Ταμείου Νομικών), παρίσταται αλυσιτελής, δοθέντος ότι μία τέτοια επιλογή, εμπίπτουσα στο σύστημα της όλως προαιρετικής υπαγωγής σε ανώτερο επίπεδο ασφαλιστικής καλύψεως, ουδόλως συνεπάγεται ελλείψει σχετικής ειδικής προς τούτο ρυθμίσεως την αυτόθροη μετακύλιση στην Αρχή του αντιστοίχου ασφαλιστικού βάρους, ήτοι της αναλογίας των 2/3 όχι επί της εκ του νόμου υποχρεωτικής αλλά επί της επιλεγμένης ασφαλιστικής κατηγορίας (βλ. άλλωστε και την 181/17.10.2012 απόφαση της Διοικούσης Επιτροπής του Ταμείου Νομικών περί ευχέρειας και όχι υποχρεώσεως των Ανεξαρτήτων Αρχών να καλύψουν την αναλογία της επιλεγμένης ασφαλιστικής κατηγορίας που όμως θα διερρήγνυε κατά τα εκτεθέντα σε προηγούμενη νομική σκέψη τον αναγκαστικό χαρακτήρα των ισχυουσών για τους δημοσίους φορείς μισθολογικών και ασφαλιστικών διατάξεων). Τέλος, αβασίμως ισχυρίζεται τόσο η Επιτροπή Ανταγωνισμού με το έγγραφο υποβολής του οικείου τίτλου πληρωμής προς θεώρηση όσο και η υπέρ ης οι ασφαλιστικές εισφορές νομικός ότι διά της μη καταβολής της αναλογίας των 2/3 της αντιστοιχούσης στην επιλεγείσα από την τελευταία ασφαλιστική κλάση ετησίας εισφοράς επέρχεται η ασφαλιστική της υποβάθμιση και καθίσταται ασφαλιστικώς μη ενήμερη για το επίμαχο ασφαλιστικό έτος (2011). Και τούτο, διότι κατά τα προεκτεθέντα, η Ανεξάρτητη Αρχή υποχρεούται κατά νόμο σε κάλυψη των 2/3 της εισφοράς αναστολής της εν λόγω δικηγόρου, αφού αυτή συνιστά πλέον την ασφαλιστική υποχρέωση της τελευταίας έναντι του Ταμείου, τυχόν δε διατήρηση εκ μέρους της ανώτερης ασφαλιστικής κατηγορίας ανάγεται στην σχέση της ιδίας με τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς και στο σύστημα προαιρετικής μείζονος ασφαλιστικής καλύψεως, χωρίς να επιδρά στο ύψος της υποχρεωτικής συμμετοχής της Αρχής στην τακτική εισφορά αναστολής, όπως αυτή διαμορφώνεται στο νόμο.