ΝΣΚ/35/2017
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Περιορισμός ασφαλιστικής ικανότητας στις περιπτώσεις μη καταβολής τακτικής μισθοδοσίας.(...)Ο περιορισμός της ασφαλιστικής ικανότητας πρέπει να διενεργείται αυτεπαγγέλτως και να ανατρέχει χρονικώς στην έκδοση της αποφάσεως περί χορηγήσεως της άνευ αποδοχών αδείας του υπαλλήλου ή στη λύση της υπαλληλικής σχέσεως.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/180/2014
Υποβολή παραίτησης υπαλλήλου του ΥΠ.ΠΟ.Α. – Εκπαιδευτική άδεια – Χρόνος υποχρεωτικής υπηρεσίας – Λόγοι υγείας – Ποσοστό αναπηρίας 80% – Διαδικασία άρθρου 153 του Υ.Κ.Εάν η υπάλληλος υποβάλλει παραίτηση, πριν λήξει ο χρόνος της υποχρεωτικής της εργασίας μετά το τέλος της υπηρεσιακής εκπαίδευσης, η Υπηρεσία θα πρέπει να αποδεχθεί την παραίτησή της, καθόσον η υπάλληλος δεν υπόκειται σε αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία. Στην περίπτωση όμως αυτή η υπάλληλος θα υποστεί τις συνέπειες της παρ.7 του άρθρου 58 του Υ.Κ. Σε κάθε, όμως, περίπτωση η Υπηρεσία, στην οποία υπηρετεί η υπάλληλος, και η οποία γνωρίζει το σοβαρότατο πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει η υπάλληλός της, οφείλει να κινήσει την διαδικασία του άρθρου 153 του Υ.Κ. και να την παραπέμψει στην έχουσα αποκλειστική αρμοδιότητα υγειονομική επιτροπή. Εφόσον ολοκληρωθεί η διαδικασία του άρθρου 153 του Υ.Κ. η λύση της υπαλληλικής σχέσεως θα επέλθει χωρίς η υπάλληλος να βαρύνεται με τις κυρώσεις της παρ.7 του άρθρου 58 του Υ.Κ. (πλειοψ.)
ΣτΕ/2350/2017
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ-ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΗΤΕΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ: Επειδή, η καθ’ ης η προσφυγή, εκπαιδευτικός της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του κλάδου ΠΕ03, παραπέμφθηκε στο Περιφερειακό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Π.Υ.Σ.Δ.Ε.) Δ' Αθήνας με το ερώτημα της οριστικής παύσεως για το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων της, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι δύο (22) εργασίμων ημερών συνεχώς ή μεγαλύτερο των τριάντα (30) εργασίμων ημερών σε διάστημα ενός (1) έτους (...) ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης είναι μετακλητός υπάλληλος και, επομένως, τελεί σε σχέση πολιτικής εμπιστοσύνης προς το πολιτικό πρόσωπο που τον διορίζει. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως (άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3074/2002), με τη συμπλήρωση της πενταετούς θητείας του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης χωρίς προηγουμένως να έχει εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα ανανεώσεως της θητείας του επέρχεται αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής του σχέσης (...) Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι, μετά τη λήξη της θητείας του και μέχρι τον διορισμό άλλου προσώπου στη θέση αυτή, ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης εξακολουθεί να ενεργεί νομίμως, έστω και επί «εύλογο», κατά περίπτωση, χρονικό διάστημα, ως de facto όργανο, προς τον σκοπό της εξασφάλισης της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας. Και τούτο διότι η αρχή της συνεχούς και αδιατάρακτης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας επιτρέπει την, κατά παρέκκλιση από την αρχή της νομιμότητας (ιδιαίτερη έκφανση της οποίας αποτελεί η ανάθεση χρονικώς περιορισμένων αρμοδιοτήτων στα επί θητεία όργανα της Διοίκησης), υπό προϋποθέσεις άσκηση αρμοδιοτήτων μετά τη λήξη της θητείας του οργάνου όταν η συνταγματική τάξη δεν ανέχεται την διακοπή μιας διοικητικής δραστηριότητας, περίπτωση που δεν συντρέχει, όμως, προκειμένου περί του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης (μη συνταγματικά κατοχυρωμένης δημόσιας αρχής) εν όψει της φύσεως των καθηκόντων του. Κατά συνέπεια, μετά την αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής του σχέσης με τη λήξη της θητείας του, δεν δύναται το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο να εκφράσει εγκύρως τη βούληση του προαναφερόμενου διοικητικού οργάνου, αλλ’ ούτε να ασκήσει, κατά το νόμο, οποιαδήποτε από τις αρμοδιότητες του ιδίου οργάνου και, επομένως, ούτε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των τελεσίδικων αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων.(...) Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο …, ο οποίος υπογράφει την κρινόμενη προσφυγή διορίσθηκε στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης με το από 10-9-2004 Προεδρικό Διάταγμα (Γ΄ 239/14-9-2004) και η θητεία του έληξε στις 14-9-2009. Σύμφωνα όμως με τα γενόμενα κατά πλειοψηφία δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως και παρά τη λήξη της θητείας του άσκησε την κατατεθείσα στις 9.6.2010 προσφυγή κατά της ανωτέρω 179/28.1.2010 αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία επιβλήθηκε στην καθ’ ης η προσφυγή η προαναφερθείσα πειθαρχική ποινή. Κατόπιν δε επιλύσεως του ζητήματος αυτού, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γ΄ Τμήμα προς περαιτέρω κρίση επί της ανωτέρω προσφυγής.
ΣτΕ/223/2017
Αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη εξαιτίας της παράνομης θέσεώς του σε αργία και της στερήσεως, για τον λόγο αυτό, του ημίσεος των αποδοχών του, καθώς και ποσό 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.(...)Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999 Α΄ 19), ορίζεται ότι: «Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής αποφάσεως και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή». Όπως έχει κριθεί, η αυτοδίκαια θέση υπαλλήλου σε κατάσταση αργίας, σε περίπτωση κατά την οποία έχει επιβληθεί σε αυτόν, με απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου η ποινή της οριστικής παύσεως, δεν επιφέρει την λύση της υπαλληλικής σχέσεως ούτε την απώλεια της οργανικής θέσεως ή του κατεχομένου από τον υπάλληλο βαθμού ούτε αποτελεί πράξη απολύσεως του υπαλλήλου από την υπηρεσία ή πράξη εκτελέσεως της σχετικής αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου, αλλά συνιστά προσωρινό διοικητικό μέτρο, το οποίο συνεπάγεται την, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, διακοπή της ενεργού ασκήσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων των υπαλλήλων, κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας της πειθαρχικής του υποθέσεως (ΣτΕ 2163/2004 7μ., επίσης πρβλ. ΣτΕ 1990/2014 Ολομ., 3622/2012, 4919/1995, 1241/1993, 140/1992, 1506/1989, 4635/1987). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 103 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, η διάταξη αυτή δεν τροποποιήθηκε, τόσο ως προς τις διαδικαστικές, όσο και ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις θέσεως του υπαλλήλου σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας, μετά την πρόβλεψη, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 2839/2000, οι οποίες τροποποίησαν τις ανωτέρω διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, ενστάσεως κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των πρωτοβαθμίων συμβουλίων. Το γεγονός δε αυτό, σε συνδυασμό με το ότι η αυτοδίκαια αργία υπαλλήλου δεν αποτελεί, κατά τα ήδη εκτεθέντα, πράξη εκτελέσεως της πειθαρχικής αποφάσεως, αλλά διοικητικό μέτρο που αποβλέπει στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογεί την εφαρμογή του μέτρου αυτού, αμέσως μετά την έκδοση της αποφάσεως περί οριστικής παύσεως του υπαλλήλου από το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο. Εξάλλου, τυχόν αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, που θα εξαρτούσε την εφαρμογή του διοικητικού αυτού μέτρου από την προηγούμενη έκδοση αποφάσεως του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, θα αναιρούσε, λόγω της καθυστερήσεως, τον επιδιωκόμενο με το μέτρο αυτό σκοπό της άμεσης διασφαλίσεως του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο επιβάλλει την άμεση απομάκρυνση του διωκόμενου υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος ότι το δικάσαν δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 2, 104, 121, 142, 144, 145 του Υπαλληλικού Κώδικα, δεχόμενο ότι για την αυτοδίκαιη αργία αρκεί η έκδοση αποφάσεως του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου περί οριστικής παύσεως του υπαλλήλου, χωρίς να απαιτείται η έκδοση αποφάσεως και από το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.8. Επειδή, κατόπιν τούτων η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.Δια ταύταΑπορρίπτει την αίτηση.
ΝΣΚ/43/2024
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ-ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ: Ερωτάται : α) εάν ορθά ο e-ΕΦΚΑ, συμμορφούμενος με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 4529/2018, συνεχίζει να εφαρμόζει τις διατάξεις περί συνεχιζόμενης θεραπείας που προβλέπονταν από τις καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων κλάδων, τομέων και λογαριασμών υγείας και συγκεκριμένα τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 31 του α.ν. 1846/1951 για το τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν.δ. 1390/1973 για τον τ. ΟΓΑ και τις διατάξεις του εδαφ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 24 του π.δ. 554/1977, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 του π.δ. 276/1982 για το τ. ΤΑΥΤΕΚΩ, ή εάν οι συγκεκριμένες διατάξεις έχουν πάψει να ισχύουν από την 01-03-2019, ήτοι από την έναρξη ισχύος της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 4529/2018, και σε περίπτωση που οι διατάξεις περί συνεχιζόμενης θεραπείας εξακολουθούν να ισχύουν, ερωτάται, β) εάν η αιτούσα είναι δικαιούχος συνεχιζόμενης θεραπείας από ίδιο δικαίωμα λόγω της ασφαλιστικής ικανότητας που της είχε χορηγηθεί από 01-03-2016 έως 28-02-2017, βάσει ημερών εργασίας που είχε η ίδια πραγματοποιήσει, όταν κατά το χρόνο που επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, την 16-10-2017, ήταν στην πραγματικότητα έμμεσα ασφαλισμένη στο σύζυγό της (δηλ. από 03-03-2017 έως 28-02-2018), γ) εάν το τέκνο της, που πάσχει εκ γενετής από μακροχρόνια ασθένεια και φέρει ποσοστό αναπηρίας 67%, μπορεί να συνεχίζει να έλκει το δικαίωμα από το πρωτότυπο δικαίωμα της μητέρας του, δ) εάν ο e-ΕΦΚΑ είναι υποχρεωμένος κοινωνικοασφαλιστικά σε τέτοιες περιπτώσεις να αναζητεί αυτεπαγγέλτως το φυσικό πατέρα του τέκνου, με δεδομένο ότι αυτός δύναται ενδεχομένως να διαθέτει ενεργή ασφαλιστική ικανότητα και ε) εάν τέκνο με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, σύμφωνα με το εδάφιο στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 4529/2018, δύναται να θεωρηθεί μέλος οικογένειας του αδελφού άμεσα ασφαλισμένου στον e-ΕΦΚΑ όταν δεν συμβιώνει με τον αδελφό του και ο τελευταίος δεν έχει επωμιστεί το βάρος της συντήρησής του και με δεδομένο ότι οι φυσικοί γονείς ή ο πατριός είναι εν ζωή και δεν διαθέτουν ασφαλιστική ικανότητα ή έχουν εγκαταλείψει το τέκνο για διάφορους λόγους. (...) Μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 23 του ν. 4529/2018 έχουν πάψει να ισχύουν οι διατάξεις περί συνεχιζόμενης θεραπείας (της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του α.ν. 1846/1951 για το τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, της παραγράφου 6 του άρθρου 7 του ν.δ. 1390/1973 για τον τ. ΟΓΑ και της παρ. 1 εδαφ. β΄ του άρθρου 24 του π.δ. 554/1977, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 του π.δ. 276/1982 για το τ. ΤΑΥΤΕΚΩ). Όμως σε περίπτωση που άμεσα ή έμμεσα ασφαλισμένος είχε ενταχθεί πριν την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού, δυνάμει των ως άνω, ειδικών διατάξεων, σε καθεστώς συνεχιζόμενης θεραπείας, αυτή δεν διακόπτεται, εφόσον με αποφάσεις – γνωματεύσεις των αρμοδίων Υγειονομικών Επιτροπών και ήδη του ΚΕ.Π.Α. εξακολουθεί να υφίσταται η ιατρική αναπηρία για την οποία χορηγήθηκε η παροχή της συνεχιζόμενης θεραπείας. Τέκνο χωρίς ασφαλιστική ικανότητα δικαιούται να ασφαλισθεί στον ασφαλιστικό φορέα του φυσικού πατέρα του, εφόσον, βεβαίως, αυτός διαθέτει ενεργή ασφαλιστική ικανότητα, όμως, απαιτείται, προς τούτο, η υποβολή στον e-ΕΦΚΑ σχετικής αίτησης του ιδίου του πατέρα του, και πάντως ο ΕΦΚΑ δεν υποχρεούται να αναζητεί αυτεπαγγέλτως τον φυσικό πατέρα του τέκνου, καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις. Στην περίπτωση, κατά την οποία το τέκνο με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω δεν συμβιώνει με τον αδελφό του και ο τελευταίος δεν έχει επωμιστεί το βάρος της συντήρησής του, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέλος της οικογένειας του άμεσα ασφαλισμένου αδελφού του και να αποκτήσει έτσι ασφαλιστική ικανότητα για υγειονομική περίθαλψη (ομόφωνα).