ΥΠ.ΕΣ/91774/2023
Τύπος: Εγκύκλιοι
Αποσπάσεις υπαλλήλων ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθµού και νοµικών προσώπων αυτών, λόγω ασυµβίβαστου, κατόπιν εκλογής τους ως αιρετών, δυνάµει των διατάξεων των άρθρων 105 και 107 του ν. 5003/2022.ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 1215/2023
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
102775/2023
Κατάργηση νοµικών προσώπων των ΟΤΑ α΄ βαθµού και µεταφορά οργανικών µονάδων και θέσεων προσωπικού στους δήµους ΑΔΑ:60ΗΩ46ΜΤΛ6-ΩΘΤ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 1271/2023
ΥΠΕΣ/42203/2018
Έλεγχος νομιμότητας πράξεων των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού και των νομικών τους προσώπων, Πειθαρχική και Αστική ευθύνη αιρετών, Επιβολή διοικητικών μέτρων μέχρι την έναρξη λειτουργίας της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας ΟΤΑ, (άρθρο 238 του ν.3852/2010 (Α’ 87), όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 131 του ν.4555/2018 (Α΄133) (Πρόγραμμα “ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ι”) (ΑΔΑ: 6ΖΝ1465ΧΘ7-Δ51) ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 27/2018
7076/ΕΓΚ 10/2007
Καθορισμός φορέα και διαδικασία καταβολής ασφαλιστικών εισφορών αιρετών πρωτοβάθμιων ΟΤΑ που επιλέγουν τα έξοδα παράστασης. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 10/2007
ΥΠ.ΕΣ/18659/2020
Ενίσχυση δημοτικών δομών κοινωνικής πολιτικής και αλληλεγγύης - Απασχόληση προσωπικού ΟΤΑ και νομικών προσώπων αυτών κατά τη διάρκεια λήψης μέτρων αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης του κορωνοϊού – COVID 19 ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 23/2020 ΑΔΑ: ΨΒ4Ε46ΜΤΛ6-ΡΥΗ
ΝΣΚ/149/2021
Ποιός είναι ο χρόνος παραγραφής στον οποίο υπόκειται α) η αστική ευθύνη των αιρετών των ΟΤΑ Α΄ και Β΄ βαθμού και β) των μελών που συμμετέχουν στη διοίκηση των νομικών προσώπων των ΟΤΑ και των συνδέσμων αυτών, και τα οποία δεν έχουν την ιδιότητα του αιρετού.(..)Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 141 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και του άρθρου 71 του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης σχετικά με την τριετή παραγραφή της αστικής ευθύνης των αιρετών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄ και Β΄ βαθμού παραμένουν σε ισχύ και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3852/2010, με τη διάταξη του άρθρου 232 του οποίου προβλέπεται, συνεκτικά, η αστική ευθύνη τόσο των αιρετών και των δύο βαθμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όσο και των μη αιρετών μελών της διοίκησης των νομικών προσώπων των ΟΤΑ, ενώ δεν προβλέπεται ο χρόνος παραγραφής στον οποίο υπόκειται η ευθύνη αυτή. Ειδικώς, στην περίπτωση κατά την οποία η αστική ευθύνη του αιρετού ταυτίζεται με την δημοσιονομική ευθύνη, περίπτωση η οποία προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 277 του ν. 3852/2010, ο χρόνος παραγραφής αυτής πρέπει να αναζητηθεί στη διάταξη του άρθρου 93 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ήδη του άρθρου 152 του Οργανικού Νόμου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η παραγραφή της αστικής ευθύνης των μελών των συλλογικών οργάνων που διοικούν τα νομικά πρόσωπα των ΟΤΑ, και δεν έχουν την ιδιότητα του αιρετού ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 937 ΑΚ, ή του άρθρου 102 του ν.4548/2018 (ή 22Α του ν. 2190/1920, για τις πριν την έναρξη ισχύος του περιπτώσεις), ανάλογα με τη νομική μορφή του νομικού προσώπου ΟΤΑ, στη διοίκηση του οποίου συμμετέχουν (ομόφωνα).
ΙΚΑ/Α 20/251/13/2014
Κοινοποίηση διατάξεων του άρθρου 90 του ν. 4182/13 που αφορούν Α.Κατάργηση των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 8 περ. β΄ του Ν.3863/2010, όπως αυτές συμπληρώθηκαν από το άρθρο 138 παρ. Ζ΄ του Ν.4052/2012, σχετικά με τη δυνατότητα αναγνώρισης στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ / ή και του Ε.Τ.Ε.Α. (τ. ΕΤΕΑΜ) χρόνου που αντιστοιχεί στην θητεία Βουλευτών, Υπουργών, Υφυπουργών και των Αιρετών, Προέδρων Κοινοτήτων, Δημάρχων και Νομαρχών. Β.Υπαγωγή στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ των προσώπων που απασχολούνται σε Ανεξάρτητες Αρχές. (ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 16)(ΑΔΑ: ΒΙΕ94691ΩΓ-Χ60)
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/10/2018
Μεταταξη και τοποθέτηση αναπληρωτριας προϊσταμένης.(..) ο δεύτερος λόγος διαφωνίας, σύμφωνα με τον οποίο η απόφαση μετάταξης δεν έχει ληφθεί νομίμως ελλείψει σύμφωνης γνώμης από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, αν και με διάφορη εν μέρει νομική βάση, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 2 ανωτέρω. Τούτο διότι, οι ισχύουσες και εφαρμοστέες διατάξεις του π.δ. 410/1988 προβλέπουν ότι για τη διενέργεια μετάταξης από ειδικότητα σε ειδικότητα στο προσωπικό ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου των ΟΤΑ α βαθμού απαιτείται προηγούμενη κρίση υπηρεσιακού συμβουλίου,....Η δε νομιμοποιητική διάταξη του εδαφίου γ της παραγράφου 5 του άρθρου 45 του ν. 3979/2011, μετά την τροποποίηση του άρθρου αυτού με την παρ. 3 του άρθρου 105 του ν. 4483/2017 (Α 107), κατά την οποία «Αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 35 του ν. 4024/2011 ή των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 45 του ν. 3979/2011 (Α΄ 138), μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος θεωρούνται νόμιμες», δεν καταλαμβάνει την περίπτωση της έλλειψης γνώμης υπηρεσιακού συμβουλίου, όπως παγίως απαιτείται, αντίθετα ως νομιμοποιητική είναι στενά ερμηνευτέα (Ε.Σ.Κλιμ.Προλ.Ελ. Δαπ στο Ι Τμ. 201/2017) και περιορίζεται σε περιπτώσεις μετατάξεων που διενεργήθηκαν με μεταφορά θέσης, κατ’ εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 35 του ν. 4024/2011, οι οποίες, ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, τυγχάνουν εφαρμογής όσον αφορά στο μόνιμο προσωπικό..η ως άνω εργαζόμενη μη νομίμως μετατάχθηκε από τον κλάδο ΠΕ Φυσικής Αγωγής στον κλάδο ΠΕ Διοικητικού, συνεπώς, δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις να οριστεί αναπληρώτρια προϊσταμένη του Τμήματος Αποκομιδής Απορριμμάτων και Ανακυκλώσιμων Υλικών και για το λόγο αυτό η δαπάνη είναι μη νόμιμη.
ΕλΣυνΤμ.6/1330/2018
Ανάδειξη αναδόχου για τη «Λειτουργία Μονάδας Διαχείρισης – Ανακύκλωσης – Κομποστοποίησης και Προσωρινής Διαχείρισης Στερεών Αστικών Αποβλήτων:..ζητείται η ανάκληση της 242/2018 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..ορθώς κρίθηκε από το Κλιμάκιο ότι η αναγραφή στην εγγυητική επιστολή της εταιρείας ... της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής προσφορών δεν συνιστά ουσιώδη πλημμέλεια, αφού προκύπτει από το λοιπό ως άνω περιεχόμενο της εγγυητικής επιστολής, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο εύλογη αμφιβολία, ότι η παρασχεθείσα εγγυητική επιστολή αφορά πράγματι στην προκηρυχθείσα υπηρεσία. Ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος είναι απορριπτέος. Περαιτέρω, οι αιτούσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η υπό σύσταση Κοινοπραξία τους έπρεπε να αποκλειστεί εκ του λόγου ότι το υποβληθέν ΕΕΕΠ ήταν υπογεγραμμένο μόνο από το νόμιμο εκπρόσωπο κάθε μίας εταιρείας και όχι από όλα τα μέλη του Διοικητικού τους Συμβουλίου. Και τούτο διότι, πέραν του ότι η οικεία διακήρυξη δεν προσδιόριζε ειδικώς τα πρόσωπα εκείνα τα οποία οφείλουν ψηφιακώς να το υπογράψουν, με τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 107 του ν. 4497/2017, με τις οποίες προστέθηκε το άρθρο 79Α, διευκρινίστηκε ότι κατά την υποβολή του ΕΕΕΣ του άρθρου 79 είναι δυνατή, με μόνη την υπογραφή του κατά περίπτωση εκπροσώπου του οικονομικού φορέα η προκαταρκτική απόδειξη των λόγων αποκλεισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 73 για το σύνολο των φυσικών προσώπων που είναι μέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου του ή έχουν εξουσία εκπροσώπησης, λήψης αποφάσεων ή ελέγχουν σε αυτόν. Όμως, ο λόγος αυτός, σύμφωνα με όσα έγιναν κατά πλειοψηφία δεκτά στη σκέψη ΙΙΑ της παρούσας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, σύμφωνα με το ισχύον κατά το χρόνο δημοσίευσης της οικείας διακήρυξης και της έκδοσης της 330/9.11.2017 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου .. νομοθετικό καθεστώς, προϋπόθεση για την έγκυρη υποβολή του ΕΕΕΣ του άρθρου 79 συνιστά η υπογραφή αυτού από όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστης εταιρείας της υπό σύσταση Κοινοπραξίας. Συναφώς, απορριπτέος είναι και ο προβαλλόμενος, κατ’ επίκληση της αρχής της επεκτατικής ισότητας, λόγος περί εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση του διατάξεων του νεοπαγούς άρθρου 79Α. Και τούτο διότι, ως προεκτέθη, ο νομοθέτης, εντός της ευχέρειας που διαθέτει να ορίζει το χρόνο έναρξης ισχύος των θεσπιζόμενων κανόνων δικαίου, όρισε ρητά, εφαρμόζοντας ένα κριτήριο σταθερό και αντικειμενικό, ότι η δυνατότητα, με μόνη την υπογραφή του κατά περίπτωση εκπροσώπου του οικονομικού φορέα, να αποδεικνύονται προκαταρκτικά οι λόγοι αποκλεισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 73 για το σύνολο των φυσικών προσώπων που είναι μέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου του ή έχουν εξουσία εκπροσώπησης, λήψης αποφάσεων ή ελέγχουν σε αυτόν, ισχύει μόνο για τις διαδικασίες εκείνες που «είναι στο στάδιο πριν την κατακύρωση», προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη Πράξη του Κλιμακίου. Στο ίδιο πλαίσιο, άλλωστε, αβασίμως ισχυρίζονται οι αιτούσες ότι η παρασχεθείσα με τις νέες διατάξεις του άρθρου 79Α δυνατότητα υπογραφής του ΕΕΕΣ μόνο από το νόμιμο εκπρόσωπο εκάστης εταιρείας, ισχύει και στις περιπτώσεις εκείνες που δεν έχουν παραχθεί, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 105 του ν. 4412/2016, τα έννομα αποτελέσματα της απόφασης κατακύρωσης, καθόσον, η ερμηνευτική εκ μέρους των αιτουσών προσέγγιση δεν ευρίσκει έρεισμα στο γράμμα της παρ. 13 του άρθρου 107 του ν. 4497/2017, μεταβάλλει δε το σταθερό και αντικειμενικό χαρακτήρα του κριτηρίου που επέλεξε ο νομοθέτης για τον προσδιορισμό της διαδικασίας που είναι σε εξέλιξη, ήτοι την έκδοση της απόφασης κατακύρωσης, η εφαρμογή του οποίου δεν δημιουργεί θέμα ανισότητας..Δεν ανακαλεί την 242/2018 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕλΣυν.Τμ.Μείζονος-Επταμ.Σύνθ./1837/2018
ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜ/172/2019
Έλλειμμα στη διαχείριση Δήμου από δικηγορική αμοιβή:..επιδιώκεται η αναίρεση της 3940/2014 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι : Α) Ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής των διατάξεων του ν.δ/τος 3026/1954 και του π.δ/τος 410/1995, υπό την ειδικότερη αιτίαση ότι το δικάσαν Τμήμα, μη νομίμως δέχθηκε ότι η δικηγορική αμοιβή της αιτούσας μειώθηκε συννόμως με την …/2000 απόφαση του Εφετείου …, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, το Τμήμα, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων, έκρινε ότι η αμοιβή της αναιρεσείουσας έπρεπε να καθοριστεί στο ύψος που ορίστηκε δεσμευτικά από το αρμόδιο δικαστήριο (Εφετείο …) κατά την εκδίκαση της ενώπιόν του υποβληθείσας διαφοράς. Περαιτέρω, σύμφωνα και όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 5 της παρούσας, αν και η αιτούσα εξαντλείται μόνο σε απλή επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και του, κυρωθέντος μαζί με την ανωτέρω σύμβαση, άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, χωρίς καμία σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών που αντιστοιχούν προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της επικαλούμενης παραβίασης των εκ των διατάξεων αυτών προστατευόμενων δικαιωμάτων της, ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλομένη, ότι η καταβολή μίας μόνο αμοιβής και ειδικότερα αυτής που προσδιορίστηκε με την εφετειακή απόφαση, τόσο για τη διαδικασία του προσωρινού όσο και για τη διαδικασία του οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, καθόσον οι δύο αυτές διαδικασίες αφορούν τη διερεύνηση μίας και της αυτής διαφοράς, δεν αντίκειται στις ως άνω διατάξεις, διότι, σε κάθε περίπτωση, με βάση το ισχύον δίκαιο, δεν παραβιάζεται το δικαίωμά της σε έγκαιρη, ουσιαστική, αδιάβλητη και υπό διαδικαστικές εγγυήσεις δίκη, ενώ πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος αποζημίωσης, δεν υπήρχε νόμιμη προσδοκία να ικανοποιηθεί δικαστικά το επικαλούμενο δικαίωμά της για καταβολή σ’ αυτήν, για τις ίδιες παρεχόμενες υπηρεσίες διπλής αμοιβής, απορριπτομένων, ως αβασίμων, των σχετικών ισχυρισμών της. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό και στη σκέψη 5 της παρούσας, η αμοιβή που καθόρισε το Εφετείο … με την …/2000 απόφασή του ήταν και η μόνη δεσμευτική για τον εντολέα Δήμο, ελλείψει ειδικότερης προηγούμενης συμφωνίας των μερών. Β) Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 6 και 7 της παρούσας, ορθώς το Τμήμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 καθώς και του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν., δοθέντος ότι, αφενός μεν η πληρωμή από δήμο αμοιβής δικηγόρου καθ’ υπέρβαση είτε των νομίμων ορίων του Κώδικα περί Δικηγόρων είτε της καθορισθείσας, από το αρμόδιο δικαστήριο, αμοιβής, ελλείψει μάλιστα προηγούμενης ειδικής συμφωνίας, δεν προβλέπεται, ως είδος δαπάνης, που δύναται να νομιμοποιηθεί σύμφωνα τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, αφετέρου δε οι διατάξεις του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν. είναι, λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους, στενώς ερμηνευτέες. Εξάλλου, η περιοριστική ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της τελευταία ρύθμιση, χωρίς τη συμπερίληψη και των αχρεωστήτως λαβόντων, δεν έρχεται σε αντίθεση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα, με την αρχή της ισότητας. Τούτο διότι, η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη και επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες, αποκλείοντας τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων, που τελούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή, αντίθετα, την διαφορετική μεταχείριση των ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 2654, 1984/2013 κ.ά.). Εν προκειμένω, με τις διατάξεις του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν. ρυθμίζονται ζητήματα της δημοσιονομικής ευθύνης των προσώπων (αιρετών οργάνων ή υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισής τους) που διενεργούν τη χρηματική διαχείριση των δήμων και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του υπολόγου αυτής και την εντεύθεν ανωτέρω ειδική ευθύνη προς αναπλήρωση του διαπιστωθέντος στη διαχείρισή τους ελλείμματος, τα πρόσωπα δε αυτά δεν βρίσκονται σε ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες αλλά αποτελούν διαφορετική κατηγορία από τα πρόσωπα, όπως η αναιρεσείουσα, στα οποία διενεργήθηκε από τους υπολόγους αχρεώστητη πληρωμή και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του αχρεωστήτως λαβόντος και την εντεύθεν ευθύνη επιστροφής των χρημάτων που έλαβαν αχρεωστήτως. Επομένως, δεν προκύπτει παραβίαση της αρχής της ισότητας, με τη μορφή της δυσμενούς διάκρισης, διότι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας προϋποθέτει, όπως προεκτέθηκε, όμοιες συνθήκες, η προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω και, συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται ο σχετικός ισχυρισμός. Γ) Ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι αδυνατεί να επιστρέψει το καταλογισθέν σε βάρος της ποσό πρέπει να απορριφθεί, πρωτίστως, ως απαράδεκτος, καθόσον προτείνεται με το υπόμνημα, το πρώτον, κατ’ αναίρεση, είναι δε σε κάθε περίπτωση αλυσιτελής καθόσον, αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αιτούσα ισχυρίζεται ότι ο επίδικος καταλογισμός αντίκειται στην αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, ως εκ της ιδιότητάς της, ως δικηγόρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστη κατά την είσπραξη του ένδικου ποσού, προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει σωρευτικά με την οικονομική αδυναμία, προκειμένου το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε παραδοχή του σχετικού λόγου (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 746, 747/2017 κ.ά.). Κατ’ ακολουθίαν αυτών, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες που προβάλλονται με την ένδικη αίτηση, ορθώς δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διέπουσες την έννομη σχέση διατάξεις. Συνεπώς, η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταπέσει το κατατεθέν παράβολο υπέρ του Δημοσίου