φ.11321/647/27/2003
Τύπος: Αποφάσεις
Τροπ. της Φ21/116/4.7.2000 (Β 839/10.7.2000) απόφασης του Υπ.Εργασίας και Κ.Α., όπως ισχύει μετά την τροποποίηση και συμπλήρωσή της με τις Φ21/156/6.3.2001 (Β 287/20.3. 2001), Φ21/οικ. 2426/12.12.2001 (Β 1735/28.12.2001) και Φ21/1982/27.11.2001 (Β 1525/5.12.2002).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Φ.21/116/2000
Αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας για χρέη προς το ΙΚΑ.Αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας για χρέη προς το ΙΚΑ.Τροποποιήθηκε από τις Φ21/156/2001 (ΦΕΚ 287 Β΄), Φ21/οικ. 2426/2001 (ΦΕΚ Β 1735/28-12-2001) απόφαση Υπ.Εργασίας,Φ.21/1982/2002 (ΦΕΚ Β 1525/5-12-2002) , φ.11321/647/27/2003 ΦΕΚ: 1013/Β/2003 και Φ.11321/20039/1599/2008 (ΦΕΚ 1723 Β/27-8-2008)
Φ/21/οικ2426/2001
Τροποποίηση της Φ21/116/4.7.2000 (ΦΕΚ 839 Β’) Απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την Φ21/156/6.3.2001 (ΦΕΚ 287 Β’) Απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων».
Φ/21/156/2001
Τροποποίηση και συμπλήρωση της Φ21/116/4.7.2000 (Β 839) απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
ΕΣ/ΤΜ.6/1926/2016
Εργασίες άρσης επικινδυνότητας...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι ναι μεν με τη ΣΑΕΠ 085/Τροπ.0/7.6.2016 (ΑΔΑ: Ω32Ε4653Ο7-ΧΤΘ), όπως και την προγενέστερη αυτής ΣΑΕΠ 126636/8.12.2015 (ΑΔΑ Ω32Ε4653Ο7-ΧΤΘ) έχει εξασφαλισθεί η αναγκαία πίστωση για την εκτέλεση του συνόλου του ελεγχόμενου έργου πριν από την υπογραφή της επίμαχης σύμβασης, καθώς το μεταφερόμενο υπόλοιπο του έργου για το έτος 2016 ανέρχεται στο ποσό των 300.000 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει το ως άνω συνολικό συμβατικό αντάλλαγμα, πλην όμως η εγγραφείσα στον προϋπολογισμό έτους 2016 πίστωση για την εκτέλεση του επίμαχου έργου, υπερβαίνει την αναληφθείσα με την οικεία Συλλογική Απόφαση, όπως ισχύει μετά την τελευταία ως άνω από 7.6.2016 τροποποίησή της, υποχρέωση, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 50.000 ευρώ για το αυτό έτος. Σύμφωνα δε με όσα ήδη αναλυτικά εκτέθηκαν και ιδίως ότι: α) οι γενικές αρχές των άρθρων 33 και 49 του ν. 4270/2014 - και η αρχή της καθολικότητας ειδικότερα - απαγορεύουν την ανάληψη υποχρεώσεων που βαρύνουν τον προϋπολογισμό του τρέχοντος οικονομικού έτους καθ’ υπέρβαση των εγγεγραμμένων πιστώσεων, β) έρεισμα για την εγγραφή της οικείας πίστωσης στον προϋπολογισμό της Περιφέρειας για την εκτέλεση του επίμαχου έργου αποτελεί η άνω ΣΑ. με την οποία βεβαιώνεται από το αρμόδιο όργανο - όταν το έργο πρόκειται να εκτελεστεί σε περισσότερα του ενός έτη- η ύπαρξη και δέσμευση της αναγκαίας πίστωσης για το τμήμα του έργου που προβλέπεται να εκτελεστεί το τρέχον έτος, γ) ο προϋπολογισμός της Περιφέρειας είναι αναρτητέος στο διαδίκτυο και συνεπώς τα εγγεγραμμένα σε αυτόν στοιχεία δημιουργούν στους τρίτους συναλλασσόμενους με την Περιφέρεια (εργολήπτριες εταιρείες, μελετητές, κ.α.) και δη στον ανάδοχο του επίμαχου έργου, την πεποίθηση ότι για την εγγραφείσες σε αυτόν πιστώσεις που χρηματοδοτούνται από/διά του ΠΔΕ υπάρχουν ισόποσες δημοσιονομικές δεσμεύσεις, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η εγγραφή της σχετικής πίστωσης στον οικείο προϋπολογισμό πρέπει να είναι ισόποση της προβλεπόμενης στην οικεία ΣΑ για το τρέχον έτος και ότι πριν τη νομική δέσμευση της Περιφέρειας, πρέπει να έχει εξασφαλιστεί η αντίστοιχη δημοσιονομική δέσμευση για το ίδιο έτος, ενώ δεν ασκεί επιρροή επί των ανωτέρω, ο προβαλλόμενος με το από 12.8.2016 υπόμνημα ισχυρισμός της αιτούσας ότι «οι πληρωμές του εν λόγω έργου δεν πρόκειται για το έτος 2016 να υπερβούν το ποσό των 50.000 ευρώ». Δοθέντος όμως, ότι η 1/14.1.2016 απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου της Περιφέρειας ..., με την οποία εγκρίθηκε ο προϋπολογισμός της, προηγείται χρονικά της ΣΑΕΠ 085/Τροπ.0/7.6.2016, το Τμήμα αποφαίνεται ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης υπό τον όρο της ύπαρξης, πριν την υπογραφή της επίμαχης σύμβασης, σχετικής απόφασης ανάληψης υποχρέωσης για το τρέχον έτος (δημοσιονομική δέσμευση) κατ’ αντιστοιχία με το αναφερόμενο στον προϋπολογισμό της Περιφέρειας ποσό.
ΕΣ/Τ6/129/2007
Οι αναθέτοντες φορείς, κατά τη διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών οφείλουν σε κάθε περίπτωση να τηρούν την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία συνεπάγεται, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας. Η τελευταία επιβάλλεται, προκειμένου η αναθέτουσα αρχή να διασφαλίζει την τήρηση της ως άνω γενικής αρχής, συνίσταται δε, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των οικείων διαδικασιών του διαγωνισμού (πρβλ. Δ.Ε.Κ. Αποφάσεις της 7.12.2000, C-324/98, σκέψεις 60-63, της 27.11.2001, C-285/99, σκέψη 38 κ.α.). Κατά συνέπεια και δοθέντος ότι στους διενεργούμενους δημόσιους διαγωνισμούς υπηρεσιών η θεσμοθέτηση σταδίων κατά τη διαδικασία ανάδειξης του αναδόχου αποβλέπει ακριβώς στην κατά αντικειμενικό και διαφανή τρόπο επιλογή του παρόχου υπηρεσιών, η μη τήρηση των εν λόγω σταδίων στοιχειοθετεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν η αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να συγκροτήσει την επιτροπή αξιολόγησης των προσφορών σε διαγωνισμό, επιλέγει, ως μέλος αυτής, πρόσωπο, το οποίο φέρει την ιδιότητα μέλους του έχοντος την αποφασιστική αρμοδιότητα για την κατακύρωση των αποτελεσμάτων αυτού συλλογικού οργάνου, καθόσον με τον τρόπο αυτό, και ανεξαρτήτως της ουσιαστικής συμμετοχής του ως άνω μέλους στη λήψη αποφάσεων του εν λόγω οργάνου, ουσιαστικά παρακάμπτεται το γνωμοδοτικό στάδιο του διαγωνισμού, ως ουσιώδης τύπος της διεξαγόμενης διαδικασίας (βλ. Πράξη VI Τμ. 10/2007, 29/2005, IV Τμ. 182/2004, 157/2003, 109/2001).Όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκειμένου να διασφαλίζεται στην πράξη η τήρηση των παρατεθεισών κοινοτικών αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να προβλέπει με σαφήνεια στη διακήρυξη του διαγωνισμού τους όρους συμμετοχής και ανάδειξης διαγωνιζομένου ως αναδόχου των υπό ανάθεση υπηρεσιών, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος αφενός να διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, για να αποφασίσει περί της συμμετοχής του ή μη στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό, αφετέρου δε, σε περίπτωση συμμετοχής του στο διαγωνισμό, να έχει τις αυτές ακριβώς με τους λοιπούς διαγωνιζομένους ευκαιρίες, τόσο κατά το χρόνο της προετοιμασίας προς υποβολή της προσφοράς του όσο και κατά το στάδιο της αποτίμησης αυτής (πρβλ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 12.12.2002, C-470/99, σκέψη 93, της 18.10.2001, C-19/00, σκέψεις 34, 41 και 43 και της 25.04.1996, C-87/94, σκέψη 54). Σε αυτά τα πλαίσια και σε περίπτωση σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς η αναθέτουσα αρχή δύναται να προσδώσει ειδικό βάρος στα προκαθορισθέντα στοιχεία ενός κριτηρίου ανάθεσης, προβαίνοντας σε επιμερισμό μεταξύ των στοιχείων αυτών των μονάδων που καθόρισε, δυνάμει του οικείου κριτηρίου, εφόσον η οικεία απόφαση α) δεν τροποποιεί τα οριζόμενα στη διακήρυξη κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης β) δεν περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία, αν ήταν γνωστά κατά την προετοιμασία υποβολής των προσφορών θα είχαν, ενδεχομένως, επηρεάσει αυτήν την προετοιμασία και γ) δεν ελήφθησαν κατά την έκδοσή της στοιχεία δυνάμενα να επιφέρουν δυσμενή διάκριση σε βάρος ενός ή περισσότερων εκ των υποβαλλόντων προσφορά. Επομένως, σε περίπτωση που η αρμόδια Επιτροπή Διαγωνισμού προβεί σε κατ΄ ουσίαν τροποποίηση των προκαθορισμένων τεχνικών ή οικονομικών κριτηρίων ανάθεσης της υπό σύναψη σύμβασης, παραβιάζει ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, πλήττοντας ούτως τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και προστασίας του υγιούς ανταγωνισμού (βλ. και C-331/04, Συλλ. 2005, Ι-00000, σκέψη 32).