C-218/2011
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα) της 18ης Οκτωβρίου 2012 «Οδηγία 2004/18/EΚ — Δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών — Άρθρα 44, παράγραφος 2, και 47, παράγραφοι 1, στοιχείο βʹ, 2 και 5 — Οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια των υποψηφίων και των προσφερόντων — Ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων που έχει καθοριστεί με βάση συγκεκριμένο στοιχείο του ισολογισμού — Λογιστικό στοιχείο στο οποίο μπορούν να ασκήσουν επιρροή οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών περί των ετησίων λογαριασμών των εταιριών»
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
C-682/2021
Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχείο ζʹ – Προαιρετικός λόγος αποκλεισμού συνδεόμενος με πλημμέλειες στο πλαίσιο προηγούμενης σύμβασης – Σύμβαση που ανατέθηκε σε κοινοπραξία οικονομικών φορέων – Καταγγελία της σύμβασης – Αυτόματη καταχώριση του συνόλου των μελών της κοινοπραξίας σε κατάλογο αναξιόπιστων προμηθευτών – Αρχή της αναλογικότητας – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3 – Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας»
ΔΕΚ/C-176/1998
Περίληψη $$Η οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι επιτρέπει σε παρέχοντα υπηρεσίες, ο οποίος καλείται να αποδείξει ότι πληροί τις οικονομικές, χρηματοδοτικές και τεχνικές προϋποθέσεις συμμετοχής του σε διαδικασία προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, με σκοπό τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών, να κάνει χρήση των ικανοτήτων άλλων οντοτήτων, ανεξάρτητα από τη νομική φύση των δεσμών που διατηρεί με αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι είναι σε θέση να αποδείξει ότι όντως βρίσκονται στη διάθεσή του τα μέσα των εν λόγω οντοτήτων που είναι αναγκαία για την εκτέλεση της συμβάσεως. Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει αν έχει προσκομιστεί, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, το αποδεικτικό αυτό στοιχείο.
Υπόθεση C-586/2010
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 26ης Ιανουαρίου 2012 «Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Αντικειμενικοί λόγοι που μπορούν να δικαιολογήσουν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων — Εθνική κανονιστική ρύθμιση βάσει της οποίας δικαιολογείται η χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε περίπτωση προσωρινής αναπληρώσεως — Μόνιμη ή επαναλαμβανόμενη ανάγκη για αναπληρωματικό προσωπικό — Συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων που αφορούν την ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου» Στην υπόθεση C‑586/10, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Γερμανία) με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Δεκεμβρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/290/2017
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ. Χρηματοδότηση Κοινωφελούς Επιχείρησής για την κάλυψη μέρους του, κατά το έτος 2017, προϋπολογιζόμενου ελλείμματός της.(..) ο προβαλλόμενος λόγος περί παραβίασης της αρχής της οικονομικότητας και μη διασφάλισης των αναγκαίων για την επιστροφή της χρηματοδότησης δικλείδων στηρίζεται επί εσφαλμένης πραγματικής προϋποθέσεως, αφού από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι η επίμαχη χρηματοδότηση συνιστά έκτακτη επιχορήγηση της επιχείρησης προς κάλυψη χρηματοδοτικού κενού λόγω μη έγκαιρης εισαγωγής εσόδων από τις προβλεπόμενες πηγές χρηματοδό-τησης (ΕΣ ΚΠΕΔ VII Τμ. 216/2015). Επιπλέον, οι διατάξεις της Κ.Υ.Α. 23976/2016, τις οποίες επικαλείται η Επίτροπος προς θεμελίωση του υπό στοιχείο δ) λόγου άρνησής της, εφαρμόζονται, κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 8 αυτής, μόνο στους Δήμους, στα δημοτικά ιδρύματα, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και στους συνδέσμους των Δήμων και συνεπώς δεν έχουν εφαρμογή στις κοινωφελείς δημοτικές επιχειρήσεις, οι δε εισαγόμενες με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 2 της Υ.Α. 41179/2014 ρυθμίσεις, στις οποίες θεμελιώνεται ο υπό στοιχείο ζ) λόγος άρνησης, δεν αφορούν στο περιεχόμενο των ετησίων προγραμμάτων δράσης των κοινωφελών επιχειρήσεων αλλά σε αυτό των επιχειρησιακών σχεδίων των πενταετών επιχειρησιακών προγραμμάτων των Δήμων. Τέλος, αφενός μεν με τον υπό στοιχείο β) λόγο δεν προβάλλεται εσφαλμένος, επί το έλαττον, υπολογισμός των προβλεπόμενων εσόδων της επιχείρησης από επιχορηγήσεις, ώστε να γεννάται ζήτημα υπερχρηματοδότησής της..Μετά από αυτά η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, το ένταλμα αυτό πρέπει να θεωρηθεί.
ΣτΕ/901/1999
Επειδή, όπως ήδη έχει κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 4358-61/1997), από τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφοι 2, 4, 5 και 6 του ν. 1418/1984 (όπως η παρ. 6 τροποποιήθηκε με τα άρθρα 1 παράγραφοι 4 και 5α του ν. 2229/1994 και δέκατο τρίτο παρ. 4 του ν. 2338/1995) και των άρθρων 10 παρ. 3, 17 παρ. 7 και 8, 18 19 παρ. 2 και 20 του π.δ. 609/1985 προκύπτει ότι όσοι συμμετέχουν σε διαγωνισμό μπορούν να υποβάλλουν αντιρρήσεις μόνο για τα στάδια προεπιλογής, κατάθεσης των προσφορών (τεχνικών και οικονομικών) και αξιολόγησης των τεχνικών προσφορών και μόνο για λόγους που ανακύπτουν κατά το αντίστοιχο στάδιο. Αντιθέτως, για το στάδιο της εξέτασης ή αξιολόγησης - όταν απαιτείται τέτοια αξιολόγηση - των οικονομικών προσφορών, στάδιο κατά το οποίο έχει ήδη επιληφθεί η επιτροπή εισήγησης για ανάθεση και, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 1418/1984, έχει εκφέρει τη σύμφωνη γνώμη της για την έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας, δεν προβλέπεται, ως τυπικό στοιχείο της διαδικασίας, η υποβολή αντιρρήσεων για λόγους που ανακύπτουν κατά το στάδιο αυτό. Υποβολή αντιρρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 20 του π.δ. 609/1985, δεν προβλέπεται ούτε κατά του πρακτικού με το οποίο η επιτροπή εισήγησης για ανάθεση, εκφέροντας τη σύμφωνη γνώμη της για την έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας, γνωμοδοτεί για τον αποκλεισμό υποψήφιου αναδόχου που δεν αιτιολόγησε την υπερβολικά χαμηλή προσφορά του. Συνεπώς η αιτούσα αβασίμως προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων και κατά παράλειψη ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, επειδή δεν της κοινοποιήθηκε προηγουμένως το πρακτικό με το οποίο η επιτροπή εισήγησης για ανάθεση γνωμοδότησε για να απορριφθεί η οικονομική προσφορά της ως μη αιτιολογημένη και έτσι η αιτούσα δεν μπόρεσε να ασκήσει τις κατά το άρθρο 20 του π.δ. 609/1985 αντιρρήσεις της κατά του πιο πάνω πρακτικού.
C-178/2016
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) 20 Δεκεμβρίου 2017
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:Οδηγία 2004/18 / ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, συμβάσεων παροχής δημόσιων προμηθειών και δημοσίων υπηρεσιών, και ιδίως το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο γ), δ) και ζ) της εν λόγω οδηγίας, καθώς και οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, πρέπει να ερμηνεύονται ως ότι δεν αποκλείουν εθνική νομοθεσία που επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή:- να λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με τους όρους που έχει ορίσει, ποινική καταδίκη του διευθυντή μιας εταιρείας υποβολής προσφορών, ακόμη και αν η καταδίκη δεν έχει ακόμη οριστική, για αδίκημα που αφορά την επαγγελματική συμπεριφορά της εν λόγω εταιρείας στην οποία έπαυσε ο διευθυντής να εκτελέσει τα καθήκοντά του το έτος που προηγείται της δημοσίευσης της προκήρυξης διαγωνισμού, και να αποκλείσει την εν λόγω εταιρεία από τη συμμετοχή της στην επίμαχη διαδικασία υποβολής προσφορών, με το αιτιολογικό ότι, επειδή δεν διακήρυξε την καταδίκη που δεν ήταν ακόμη οριστική, δεν είχε αποσυνδεθεί πλήρως και αποτελεσματικά από τις δραστηριότητες του εν λόγω διευθυντή.
ΣΤΕ/169/2023
Με την προσβαλλόμενη προκηρύχθηκε η διαδικασία κατατάξεως υποψηφίων για την πλήρωση κενών θέσεων εκπαιδευτικών, εξαιρώντας από την μοριοδότηση την προϋπηρεσία στην ιδιωτική εκπαίδευση, εκτός από τις περιπτώσεις της καταργήσεως της σχολικής μονάδας ή της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, από κανένα στοιχείο του φακέλου ή την εισηγητική έκθεση, δεν προκύπτουν οι λόγοι αυτής της διαφοροποιήσεως της προϋπηρεσίας που παρασχέθηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση σε σχέση με τη δημόσια. Κρίνεται ότι μόνη η διαφοροποίηση στον τρόπο προσλήψεως των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, την οποία επικαλείται, τόσο το Α.Σ.Ε.Π, όσο και ο καθ’ ου Υπουργός Παιδείας, δεν αποτελεί επαρκές αιτιολογικό έρεισμα της μη αναγνωρίσεως της προϋπηρεσίας τους, καθώς δεν συνάπτεται με ικανότητα των υποψηφίων να ασκήσουν εκπαιδευτικό έργο. Τέλος, είναι μεν θεμιτό ο νομοθέτης να επιδιώκει να ενισχύσει όσους έχουν υπηρετήσει ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι στην δημόσια εκπαίδευση, αλλά αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε παντελή παραγνώριση της προϋπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση. Το Τμήμα λοιπόν, άγεται σε αντισυνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 61 παρ. 4 περ. ζ΄ του ν. 4589/2019 και γι' αυτό το λόγο παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/665/2024
Εν προκειμένω, με τη 256/2024 απόφαση του Εβδόμου Τμήματος απορρίφθηκε η από 12.1.2024 προσφυγή του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας, καθώς και η υπέρ αυτού παρέμβαση της ένωσης εταιρειών «………….» και των μελών αυτής, κατά της 535/2023 πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στο προοίμιο, όμως, της εν λόγω δικαστικής απόφασης στο οποίο αναγράφονται τα μέλη του Δικαστηρίου που δίκασαν την υπόθεση, όπως αναφέρονται στα Πρακτικά της σχετικής Συνεδρίασης της 6ης Φεβρουαρίου 2024, εκ παραδρομής αναγράφεται ως μέλος αυτού, ο Πάρεδρος Ιωάννης Νταλαχάνης, αντί του ορθού «Βασιλεία Χαραλάμπους», που πράγματι ήταν μέλος του Δικαστηρίου. Κατόπιν τούτων συντρέχει νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης διόρθωσης της απόφασης αυτής, ως προς το εκτεθέν στοιχείο, δηλαδή της διόρθωσης του ονόματος του μέλους του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 187 του Ν. 4700/2020 καθόσον, από πρόδηλη παραδρομή και εξ αυτού και μόνο του λόγου, ο οποίος πάντως δεν ασκεί επιρροή στην απόρριψη της ανωτέρω προσφυγής και της υπέρ αυτής παρέμβασης, το προοίμιο διατυπώθηκε εσφαλμένως [πρβλ. ΕλΣυν Έβδομο Τμ. (Συμβ.) 2/2022 σκ. ΙΙΙ].
ΣτΕ/2203/2017
Παροχή υπηρεσιών φύλαξης εγκαταστάσεων με ανθρώπινο δυναμικό (...)Εξ άλλου, το γεγονός ότι τελικώς μία, μόνον, επιχείρηση υπέβαλε προσφορά στο διαγωνισμό δεν άγει στο συμπέρασμα ότι ο επίμαχος όρος έχει τεθεί κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, εφόσον, εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει ότι η μη υποβολή περισσοτέρων προσφορών οφείλεται στη μη πλήρωση της απαίτησης αυτής εκ μέρους άλλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον οικείο κλάδο. Περαιτέρω, ούτε το γεγονός ότι ο επίμαχος όρος δεν επαναλαμβάνεται σε όλες τις διακηρύξεις της Ο.Σ.Ε. Α.Ε. ασκεί επιρροή στη νομιμότητά του, εν όψει, μάλιστα, και της αυτοτέλειας των διαγωνιστικών διαδικασιών, ούτε, τέλος, επιβάλλεται εκ μόνου του γεγονότος αυτού ειδική αιτιολόγηση ως προς το λόγο για τον οποίο ετέθη στη διακήρυξη η επίμαχη ρύθμιση. Τέλος, και ο ισχυρισμός της αιτούσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 2 του Κανονισμού Προμηθειών του Ο.Σ.Ε., η αναθέτουσα αρχή δύναται μόνον να ζητεί από τους διαγωνιζομένους τους ισολογισμούς των τριών τελευταίων οικονομικών χρήσεων, όχι όμως και να απαιτεί να έχουν οι ισολογισμοί αυτοί συγκεκριμένο περιεχόμενο, δεν προβάλλεται βασίμως, εφόσον, ανεξαρτήτως του ότι η διάταξη αυτή αφορά μόνο τους κλειστούς διαγωνισμούς, η αναθέτουσα αρχή θεμιτώς αναφέρεται σε συγκεκριμένο στοιχείο ή στοιχεία του ισολογισμού προκειμένου να προσδιορίσει το επιθυμητό επίπεδο χρηματοοικονομικής επάρκειας. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση.
ΔΕΚ/C‑210/2020
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:«Προδικαστική παραπομπή – Σύναψη δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, έργων και υπηρεσιών – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Διεξαγωγή της διαδικασίας – Επιλογή των συμμετεχόντων και ανάθεση των συμβάσεων – Άρθρο 63 – Προσφέρων στηριζόμενος στις δυνατότητες άλλου φορέα για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της αναθέτουσας αρχής – Άρθρο 57, παράγραφοι 4, 6 και 7 – Ψευδείς δηλώσεις υποβληθείσες από τον φορέα αυτόν – Αποκλεισμός του εν λόγω προσφέροντος χωρίς να του επιβάλλεται ή να του επιτρέπεται να προβεί σε αντικατάσταση του φορέα αυτού – Αρχή της αναλογικότητας»:(....)Το άρθρο 63 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχείο ηʹ, και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αναθέτουσα αρχή οφείλει άνευ ετέρου να αποκλείσει έναν προσφέροντα από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης στην περίπτωση που η βοηθητική επιχείρηση στης οποίας τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί ο προσφέρων έχει υποβάλει ψευδή δήλωση ως προς την ύπαρξη ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, χωρίς η αρχή αυτή να δύναται, σε μια τέτοια περίπτωση, να επιβάλει ή τουλάχιστον να επιτρέψει στον προσφέροντα να προβεί στην αντικατάσταση της εν λόγω επιχείρησης.